κυκλοφορία: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6_10) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυκλοφορία''': ἡ, κυκλικὴ [[κίνησις]], ἀντίθετ. τῷ [[εὐθυφορία]], Ἀριστ. Φυσ. 8. 9, 1, π. Ψυχ. 1. 3, 15, κ. ἄλλ. | |lstext='''κυκλοφορία''': ἡ, κυκλικὴ [[κίνησις]], ἀντίθετ. τῷ [[εὐθυφορία]], Ἀριστ. Φυσ. 8. 9, 1, π. Ψυχ. 1. 3, 15, κ. ἄλλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[κυκλοφορία]]) [[κυκλοφορώ]]<br />η κυκλική [[κίνηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετακίνηση]], [[κίνηση]] («αυτή την ώρα στους δρόμους υπάρχει [[μεγάλη]] [[κυκλοφορία]] αυτοκινήτων»)<br /><b>2.</b> [[μεταβίβαση]], [[συναλλαγή]] («[[κυκλοφορία]] του χρήματος»)<br /><b>3.</b> [[έκδοση]] και [[πώληση]] εντύπου («[[κυκλοφορία]] τών εφημερίδων»)<br /><b>4.</b> [[διαρκής]] [[ανταλλαγή]] αγαθών (α. «[[κυκλοφορία]] εμπορευμάτων» β. «η [[κυκλοφορία]] του πλούτου»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) <b>φυσιολ.</b> «[[κυκλοφορία]] του αίματος» ή, [[απλώς]], «[[κυκλοφορία]]» — η [[συνεχής]] κυκλική [[κίνηση]] του αίματος από την [[καρδιά]] [[προς]] τα [[άκρα]] και από τα [[άκρα]] [[προς]] την [[καρδιά]]<br />β) <b>(οικον.)</b> i) «νόμιμη [[κυκλοφορία]]» — νομισματικό [[καθεστώς]] [[κατά]] το οποίο το [[νόμισμα]] που κυκλοφορεί [[είναι]] υποχρεωτικά δεκτό στις συναλλαγές, τόσο από τα [[δημόσια]] [[ταμεία]] όσο και από τους ιδιώτες<br />ii) «αναγκαστική [[κυκλοφορία]]» — νομισματικό [[καθεστώς]] [[κατά]] το οποίο η Τράπεζα που εκδίδει τα τραπεζογραμμάτια απαλλάσσεται από την [[υποχρέωση]] της εξαργύρωσης τών γραμματίων που αυτή εκδίδει. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A circular motion, opp. εὐθυφορία, Arist. Ph.227b18; τῶν φορῶν ἡ κ. πρώτη ib.265a13, cf. de An.407a6, Thphr. Vert.9; τῶν ψυχῶν Dam.Pr.102; τὰς ἑπτὰ καὶ τὴν ὀγδόην κ., of the heavenly spheres, Jul.Or.4.146c.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοφορία: ἡ, κυκλικὴ κίνησις, ἀντίθετ. τῷ εὐθυφορία, Ἀριστ. Φυσ. 8. 9, 1, π. Ψυχ. 1. 3, 15, κ. ἄλλ.
Greek Monolingual
η (Α κυκλοφορία) κυκλοφορώ
η κυκλική κίνηση
νεοελλ.
1. μετακίνηση, κίνηση («αυτή την ώρα στους δρόμους υπάρχει μεγάλη κυκλοφορία αυτοκινήτων»)
2. μεταβίβαση, συναλλαγή («κυκλοφορία του χρήματος»)
3. έκδοση και πώληση εντύπου («κυκλοφορία τών εφημερίδων»)
4. διαρκής ανταλλαγή αγαθών (α. «κυκλοφορία εμπορευμάτων» β. «η κυκλοφορία του πλούτου»)
5. φρ. α) φυσιολ. «κυκλοφορία του αίματος» ή, απλώς, «κυκλοφορία» — η συνεχής κυκλική κίνηση του αίματος από την καρδιά προς τα άκρα και από τα άκρα προς την καρδιά
β) (οικον.) i) «νόμιμη κυκλοφορία» — νομισματικό καθεστώς κατά το οποίο το νόμισμα που κυκλοφορεί είναι υποχρεωτικά δεκτό στις συναλλαγές, τόσο από τα δημόσια ταμεία όσο και από τους ιδιώτες
ii) «αναγκαστική κυκλοφορία» — νομισματικό καθεστώς κατά το οποίο η Τράπεζα που εκδίδει τα τραπεζογραμμάτια απαλλάσσεται από την υποχρέωση της εξαργύρωσης τών γραμματίων που αυτή εκδίδει.