κύντατος: Difference between revisions
ἢ τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />le plus impudent <i>litt.</i> le plus chien.<br />'''Étymologie:''' Sp. de κυν-, radic. de [[κύων]] ; cf. [[κύντερος]]. | |btext=η, ον :<br />le plus impudent <i>litt.</i> le plus chien.<br />'''Étymologie:''' Sp. de κυν-, radic. de [[κύων]] ; cf. [[κύντερος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κύντατος]] -άτη, -ον (Α)<br />αισχρότατος, αναιδέστατος («καὶ [[ὅτις]] [[μάλα]] [[κύντατος]] ἀνδρῶν ξεινίου αἰδεῑται Ζηνός θέμιν», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθετ. τ. επιθ. <span style="color: red;"><</span> [[κύων]], σχηματισμένος με την κατάλ. -<i>τατος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1533] superl., u. κύντερος, compar. von κύων, der Hund, abgeleitet, hündischer, d. i. schamloser, unverschämter, schrecklicher; – compar.; Il. 8, 483 Od. 11, 426; οὐ γάρ τι στυγερῇ ἐπὶ γαστέρι κύντερον ἄλλο 7, 216; καὶ κύντερον ἄλλο ποτ' ἔτλης 20, 18; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1064. 2, 474; – superl.; ὅ, τι κύντατον ἔρδοι Il. 10, 503; H. h. Cer. 306; κύντατ' ἄλγη Eur. Suppl. 807; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 193. 514; Nic. Th. 168; – κυντερώτερος soll Aesch. gesagt haben, frg. 422, u. Eubul., B. A. 101, 30, wo aus Arist. auch der superl. κυντότατος erwähnt wird.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
le plus impudent litt. le plus chien.
Étymologie: Sp. de κυν-, radic. de κύων ; cf. κύντερος.
Greek Monolingual
κύντατος -άτη, -ον (Α)
αισχρότατος, αναιδέστατος («καὶ ὅτις μάλα κύντατος ἀνδρῶν ξεινίου αἰδεῑται Ζηνός θέμιν», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετ. τ. επιθ. < κύων, σχηματισμένος με την κατάλ. -τατος].