μηλόβοτος: Difference between revisions
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
(SL_2) |
(25) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[μηλόβοτος]], -ον</b> <br /> <b>1</b> grazed by [[sheep]] ὄχθαις [[ἔπι]] μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν (P. 12.2) | |sltr=[[μηλόβοτος]], -ον</b> <br /> <b>1</b> grazed by [[sheep]] ὄχθαις [[ἔπι]] μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν (P. 12.2) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μηλόβοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βόσκεται από πρόβατα («μηλοβότου Φρυγίας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που τίθεται στη [[διάθεση]] ανάξιων προσώπων («μηλόβοτον γυναίοις τὴν ἀρχῆν ἀνῆκεν», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιγί</i>-<i>βοτος</i>, <i>ιππό</i>-<i>βοτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A grazed by sheep, epith. of pastoral districts, Pi.P.12.2, B.5.66, A.Supp. 548 (lyr.); χώραν μ. ἀνιέναι turn a district into a sheep-walk, i.e. lay it waste, Isoc.14.31, cf. Ph.2.473, D.L.6.87; ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον εἶναι (sc. τὴν Καρχηδόνα) App.BC1.24, cf.AP9.103 (Mund.): metaph., μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀνῆκεν Philostr.VA5.27, cf.VS1.21.4.
German (Pape)
[Seite 172] von Schaafheerden, von kleinem Vieh beweidet; die Viehzucht treibend; Ἀκράγας, Pind. P. 12, 2; Φρυγία, Aesch. Suppl. 543; sp. D., μηλόβοτος κεῖμαι καὶ βούνομος ἔνθα Μυκήνη, Mund. ep. (IX, 103). Auch in Prosa, Isocr. 14, 31, ὡς χρὴ τήν τε πόλιν ἐξανδραποδίσασθαι καὶ τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον, daß das Land nie wieder bebau't werden, sondern zur Schaafweide dienen solle; vgl. Hdu. 8, 4, 23; übertr., Philostr. v. Ap. 5, 27.
Greek (Liddell-Scott)
μηλόβοτος: -ον, ὑπὸ προβάτων νεμόμενος, ἐπίθ. βοσκησίμων χωρῶν, Πινδ. Π. 12. 4, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 548· Ἴδας ἀνὰ μηλοβότους πρῶνας Βακχυλ. V. 66· τὴν χώραν ἀνεῖναι μηλόβοτον, νὰ ἀφήσωσι, τὴν χώραν ἔρημον ὥστε νὰ βόσκωνται πρόβατα ἐν αὐτῇ, Ἰσοκρ. 302C, πρβλ. Διογ. Λ. 6. 87· ἐπηράσατο εἰς ἀεὶ μηλόβοτον εἶναι (δηλ. τὴν Καρχηδόνα) Ἀππ. Ἐμφ. 1. 24, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 103· - μεταφορ., μ. γυναίοις τὴν ἀρχὴν ἀφῆκεν Φιλόστρ. 210, πρβλ. 517.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
brouté par les brebis, abandonné en pâturage aux brebis ; désert.
Étymologie: μῆλον¹, βόσκω.
English (Slater)
μηλόβοτος, -ον
1 grazed by sheep ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν (P. 12.2)
Greek Monolingual
μηλόβοτος, -ον (Α)
1. αυτός που βόσκεται από πρόβατα («μηλοβότου Φρυγίας», Αισχύλ.)
2. μτφ. αυτός που τίθεται στη διάθεση ανάξιων προσώπων («μηλόβοτον γυναίοις τὴν ἀρχῆν ἀνῆκεν», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί-βοτος, ιππό-βοτος].