λεπτουργία: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(6_10) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπτουργία''': ἡ, λεπτὴ [[ἐργασία]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 4· μεταφορ., ὀξύνοια, Θεμίστ. 448. 19 Δινδ. | |lstext='''λεπτουργία''': ἡ, λεπτὴ [[ἐργασία]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 4· μεταφορ., ὀξύνοια, Θεμίστ. 448. 19 Δινδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[λεπτουργία]]) [[λεπτουργός]]<br />καλλιτεχνική [[επεξεργασία]], [[δούλεμα]] με [[λεπτότητα]], λεπτή [[τέχνη]] («σινδόνες ὑφασμέναι ὁμοίως κατὰ λεπτουργίαν ταῑς ἐκ τῶν ἐρίων πεποιημέναις», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(για τη Δημιουργία) δεξιοτεχνική [[κατασκευή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτολογία]] («[[πλείων]] τοῡ ἀνδρὸς ἡ [[πολυπραγμοσύνη]] καὶ ἡ [[λεπτουργία]]», Θεμίστ.)<br /><b>2.</b> [[οξύτητα]] πνεύματος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A fine workmanship, Bito 54.3, J.AJ3.6.4; esp. in wood, cabinet-making, PMasp.159.13 (vi A.D.): metaph., working out in detail, Them.Or.34p.448Dind.; ὀνομάτων Gal.18(1).460; subtlety, Procl.in Prm.p.518 S.
German (Pape)
[Seite 31] ἡ, feine Arbeit, bes. der Tischler und Drechsler, ἀπὸ ξύλου, Sp., von Geweben, Ios. Uebtr. von geistigen Arbeiten, Themist.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτουργία: ἡ, λεπτὴ ἐργασία, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 4· μεταφορ., ὀξύνοια, Θεμίστ. 448. 19 Δινδ.
Greek Monolingual
η (AM λεπτουργία) λεπτουργός
καλλιτεχνική επεξεργασία, δούλεμα με λεπτότητα, λεπτή τέχνη («σινδόνες ὑφασμέναι ὁμοίως κατὰ λεπτουργίαν ταῑς ἐκ τῶν ἐρίων πεποιημέναις», Ιώσ.)
μσν.
(για τη Δημιουργία) δεξιοτεχνική κατασκευή
αρχ.
1. λεπτολογία («πλείων τοῡ ἀνδρὸς ἡ πολυπραγμοσύνη καὶ ἡ λεπτουργία», Θεμίστ.)
2. οξύτητα πνεύματος.