λιβανωτίς: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>n. de plantes</i> :<br /><b>1</b> romarin;<br /><b>2</b> libanotis, <i>plante ombellifère</i>;<br /><b>II.</b> v. [[λιβανωτρίς]].<br />'''Étymologie:''' [[λιβανωτός]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>n. de plantes</i> :<br /><b>1</b> romarin;<br /><b>2</b> libanotis, <i>plante ombellifère</i>;<br /><b>II.</b> v. [[λιβανωτρίς]].<br />'''Étymologie:''' [[λιβανωτός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λιβανωτίς]], -[[ίδος]], η (Α) [[λιβανωτός]]<br /><b>1.</b> διάφορα είδη λιβάνου (α. «λιβανωτὶς [[κάρπιμος]]<br />το [[φυτό]] λεκακία η κρητική, Θεόφρ. β. «λιβανωτὶς [[[κάρπιμος]]] ἑτέρα» — το [[φυτό]] [[νάρθηξ]] η [[ναρθηκία]], <b>Διοσκ.</b><br />γ. «λιβανωτὶς [[ἄκαρπος]]» — το [[φυτό]] δενδρολίβανο το φαρμακευτικό, <b>Διοσκ.</b><br />δ. «λιβανωτὶς [[καχρυφόρος]]», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[κόνυζα]] η [[λεπτόφυλλος]]<br /><b>3.</b> το [[μαρούλι]]<br /><b>4.</b> η [[λιβανωτρίς]].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβᾰνωτίς Medium diacritics: λιβανωτίς Low diacritics: λιβανωτίς Capitals: ΛΙΒΑΝΩΤΙΣ
Transliteration A: libanōtís Transliteration B: libanōtis Transliteration C: livanotis Beta Code: libanwti/s

English (LSJ)

(A), ίδος, ἡ,

   A rosemary frankincense, λ. κάρπιμος Lecokia cretica, Thphr.HP9.11.10, Dsc.3.74.1, Gal.12.60; λ. καχρυφόρος Nic.Th.850.    2 λ. [κάρπιμος] ἑτέρα Ferulago galbanifera, Dsc.3.74.2.    3 λ. ἄκαρπος Rosmarinum sterile, Ibid.; also, Lactuca graeca, Thphr.HP9.11.11, Dsc.3.74.4.    4 rosemary, Rosmarinus officinalis, Id.3.75, Gal.12.61.    5 = κόνυζα λεπτόφυλλος, Ps.-Dsc.3.121.
λῐβᾰν-ωτίς (B), ίδος, ἡ,

   A = λιβανωτρίς, IG22.840.7, 11(2).110, 111, al. (Delos, iii B.C.), Roussel Cultes Égyptiens p.217 (ibid., ii B.C.), Polyaen.4.8.2.

German (Pape)

[Seite 42] ίδος, ἡ, 1) Rosmarin, wegen seines dem Weihrauch, λιβανωτός, ähnlichen Duftes, Theophr., Diosc. – 2) λιβανωτὶς καχρυφόρος oder καχρυόεσσα, eine ebenso duftende Doldenpflanze, Nic. Th. 850. – 3) = λιβανωτρίς, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβᾰνωτίς: -ίδος, ἡ, φυτὸν ἀρωματικόν, τὸ «δενδρολίβανον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10· ἀλλὰ λιβανωτὶς καχρυφόρος ἢ καχρυόεσσα, ἕτερον φυτὸν ἔχον ἐξωτερικὴν ὁμοιότητα πρὸς τὸ μάραθον, Νικ. Θηρ. 850· ― ἀμφότερα δὲ καλοῦνται οὕτως ὡς ἐκ τῆς ὀσμῆς ἢ εὐωδίας αὐτῶν. Πρβλ. λιβανωτρίς.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
I. n. de plantes :
1 romarin;
2 libanotis, plante ombellifère;
II. v. λιβανωτρίς.
Étymologie: λιβανωτός.

Greek Monolingual

λιβανωτίς, -ίδος, η (Α) λιβανωτός
1. διάφορα είδη λιβάνου (α. «λιβανωτὶς κάρπιμος
το φυτό λεκακία η κρητική, Θεόφρ. β. «λιβανωτὶς [[[κάρπιμος]]] ἑτέρα» — το φυτό νάρθηξ η ναρθηκία, Διοσκ.
γ. «λιβανωτὶς ἄκαρπος» — το φυτό δενδρολίβανο το φαρμακευτικό, Διοσκ.
δ. «λιβανωτὶς καχρυφόρος», Νίκ.)
2. το φυτό κόνυζα η λεπτόφυλλος
3. το μαρούλι
4. η λιβανωτρίς.