Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λίγδα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(6_4)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λίγδα''': «ἡ [[ἀκόνη]]. καὶ ἡ ἀκονία» Ἡσύχ.
|lstext='''λίγδα''': «ἡ [[ἀκόνη]]. καὶ ἡ ἀκονία» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Μ λιγδα)<br />το [[λίπος]], [[ιδίως]] το [[χοιρινό]], η [[γλίνα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λεκές]] από [[λίπος]] ή [[λάδι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] του οποίου η [[συναναστροφή]] ρυπαίνει ηθικά τους άλλους<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του ψαριού [[σαργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίγδα]] (II). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <span style="color: red;"><</span> [[γλίδα]], με [[αντιμετάθεση]] <span style="color: red;"><</span> [[γλίνη]] «[[πηλός]]»].———————— <b>(II)</b><br />[[λίγδα]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[ἀκόνη]], καὶ ἡ [[κονία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[λίγδην]].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίγδα Medium diacritics: λίγδα Low diacritics: λίγδα Capitals: ΛΙΓΔΑ
Transliteration A: lígda Transliteration B: ligda Transliteration C: ligda Beta Code: li/gda

English (LSJ)

   A v. λίγδος 111. λιγδαρεοχύται· οἱ ἐν ταῖς λίγδαις τὰς <ς>άρκας χέοντες, τουτέστι χοάναις, Hsch. λιγδεύει· ἀπηθεῖ, Id.

German (Pape)

[Seite 43] ἡ, = λίγδος, vgl. ἴγδη, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

λίγδα: «ἡ ἀκόνη. καὶ ἡ ἀκονία» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
η (Μ λιγδα)
το λίπος, ιδίως το χοιρινό, η γλίνα
νεοελλ.
1. λεκές από λίπος ή λάδι
2. μτφ. άνθρωπος του οποίου η συναναστροφή ρυπαίνει ηθικά τους άλλους
3. κοινή ονομασία του ψαριού σαργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα (II). Κατ' άλλη άποψη, < γλίδα, με αντιμετάθεση < γλίνη «πηλός»].———————— (II)
λίγδα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀκόνη, καὶ ἡ κονία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λίγδην.