μεταδρομή: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />poursuite, chasse.<br />'''Étymologie:''' [[μεταδραμεῖν]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />poursuite, chasse.<br />'''Étymologie:''' [[μεταδραμεῖν]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεταδρομή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[καταδίωξη]], [[κυνηγητό]] («μεταδρομαῑς Ἐρινύων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αλλαγή]] πορείας<br /><b>3.</b> [[τρέξιμο]] [[πάνω]] [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δρομή]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔ</i>-<i>δραμ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[τρέχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δια</i>-[[δρομή]], <i>επι</i>-[[δρομή]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A pursuit, chase, esp. of hounds, X.Cyn.3.7 (pl.); μ. Ἐρινύων E.IT941 (pl.). 2 running to and fro, of hunted hares, Plu.2.971d (pl.).
German (Pape)
[Seite 146] ἡ, das Nachlaufen, Verfolgen; μεταδρομαῖς Ἐρινύων ἠλαυνόμεσθα, Eur. I. T. 941; Xen. Cyn. öfter; auch = Angreifen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταδρομή: ἡ, καταδίωξις, κυνήγημα, ἰδίως ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 7, κτλ· μ. Ἐρινύων Εὐρ. Ι. Τ. 941.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
poursuite, chasse.
Étymologie: μεταδραμεῖν.
Greek Monolingual
μεταδρομή, ἡ (Α)
1. καταδίωξη, κυνηγητό («μεταδρομαῑς Ἐρινύων», Ευρ.)
2. αλλαγή πορείας
3. τρέξιμο πάνω κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δρομή (πρβλ. ἔ-δραμ-ον, αόρ. β' του τρέχω), πρβλ. δια-δρομή, επι-δρομή].