μηνυτής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> révélateur;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> dénonciateur.<br />'''Étymologie:''' [[μηνύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> révélateur;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> dénonciateur.<br />'''Étymologie:''' [[μηνύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο,θηλ. και [[μηνύτρια]] (ΑΜ [[μηνυτής]] και δωρ. τ. μανυτάς, θηλ. [[μηνύτρια]]) [[μηνύω]]<br />αυτός που καταγγέλλει αξιόποινη [[πράξη]] ή αυτός που υποβάλλει [[μήνυση]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει [[μήνυμα]], [[αγγελιαφόρος]], [[απεσταλμένος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει πληροφορίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποκαλύπτει<br /><b>2.</b> αυτός που αναγγέλλει<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μηνυτής</i><br />[[προσωνυμία]] του Ηρακλέους στην Αθήνα.
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηνῡτής Medium diacritics: μηνυτής Low diacritics: μηνυτής Capitals: ΜΗΝΥΤΗΣ
Transliteration A: mēnytḗs Transliteration B: mēnytēs Transliteration C: minytis Beta Code: mhnuth/s

English (LSJ)

οῦ, Dor. μᾱνῡτάς, ᾶ, ὁ,

   A bringing to light, μ. χρόνος E.Hipp.1051.    II Subst., one who brings information, τοῖς μέλλουσιν ἀποθανεῖσθαι μ. γενέσθαι Lys.12.32, cf. Jul.Or.5.167b: mostly in legal sense, informer, Th.1.132, etc.; as epith. of Heracles, Vit.Soph; ἀδικήματος Antipho 2.2.5; μ. κατά τινος Id.5.24, And.1.19, Lys.13.2; κατὰ σαυτοῦ μ. ἐπὶ τοῖς συμβᾶσι γεγονώς D.18.284; τῶν ἀποκτεινάντων Antipho 2.4.3; of a woman, Cratin.428.

German (Pape)

[Seite 175] ὁ, der Anzeiger, Angeber; μηνυτὴν χρόνον, die verrathende Zeit, Eur. Hipp. 1051; Thuc. 1, 132 u. öfter; Plat. Polit. 272 d; αἰσχρῶν ἔργων, Legg. IX, 872 c, öfter; Antiph. 2 δ 3. 5, 24; γίγνεσθαί τινι, Lys. 12, 32; κατά τινος γίγνεσθαι, 13, 2; Folgde. Auch von einer Frau, Cratin. fr. inc. 77.

Greek (Liddell-Scott)

μηνῡτής: -οῦ, Δωρ. μᾱνῡτάς, ᾶ, ὁ, ὁ φέρων εἰς φῶς, ἀποκαλύπτων, καταμηνύων, μ. χρόνος Εὐρ. Ἱππ. 1051. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μηνύων, ἀναγγέλλων, τοῖς μέλλουσιν ἀποθανεῖσθαι Λυσ. 123. 5˙ ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ νομικῆς σημασίας, ὡς τὸ Λατ. delator, ἀδικήματος Ἀντιφῶν 117. 6, Θουκ. 1. 132, κτλ., Ἀνδοκ. 3. 40˙ μ. κατά τινος Ἀντιφῶν 132. 17, Λυσ. 130. 3˙ κατὰ σαυτοῦ μηνυτὴς ἐπὶ τοῖς συμβᾶσι γεγονὼς Δημ. 302 20˙ τῶν ἀποκτεινάντων Ἀντιφῶν 119. 31˙ ― ἐπὶ γυναικός, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 77, πρβλ. Λοβ. Παραλ. 271. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «Μηνυτής˙ Ἡρακλῆς ἐν Ἀθήναις».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 révélateur;
2 en mauv. part dénonciateur.
Étymologie: μηνύω.

Greek Monolingual

ο,θηλ. και μηνύτρια (ΑΜ μηνυτής και δωρ. τ. μανυτάς, θηλ. μηνύτρια) μηνύω
αυτός που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη ή αυτός που υποβάλλει μήνυση
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που φέρνει μήνυμα, αγγελιαφόρος, απεσταλμένος
2. αυτός που δίνει πληροφορίες
αρχ.
1. αυτός που αποκαλύπτει
2. αυτός που αναγγέλλει
3. ως κύριο όν. Μηνυτής
προσωνυμία του Ηρακλέους στην Αθήνα.