μοσχεύω: Difference between revisions
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> transplanter des marcottes ; <i>fig.</i> transplanter, planter;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> nourrir, élever ; <i>fig.</i> fortifier, développer.<br />'''Étymologie:''' [[μόσχος]]. | |btext=<b>1</b> transplanter des marcottes ; <i>fig.</i> transplanter, planter;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> nourrir, élever ; <i>fig.</i> fortifier, développer.<br />'''Étymologie:''' [[μόσχος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[μοσχεύω]]) [[μόσχος]] (Ι)]<br />[[αποσπώ]] μοσχεύματα από δέντρα και τα [[φυτεύω]] σε κατάλληλο [[περιβάλλον]], όπου σχηματίζουν ρίζες και αναπτύσσονται σε πλήρη φυτά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανατρέφω]] κάποιον σαν να [[είναι]] [[μόσχος]], [[δηλαδή]] με πολλή [[αγάπη]] και [[φροντίδα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τρέφω]], [[ανατρέφω]], [[διατηρώ]].———————— <b>(II)</b><br />(Μ [[μοσχεύω]] και [[μοσκεύω]]) [[μόσχος]] (II)]<br /><b>(μτβ.)</b> [[οσφραίνομαι]], [[μυρίζω]] [[κάτι]] ή κάποιον («το ρούχον του μοσκεύει», Χούμν.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
A plant a sucker, Thphr.CP1.2.1, 3.5.1, etc.; τὸ μεμοσχευμένον ib.3.5.3, cf.Com.Adesp.182, PSI5.499.7 (iii B.C.): metaph., μ. τοὺς τοιούτους ἐν [τοῖς δικαστηρίοις] D.25.48; μοσχευομένη κατὰ τοῦ δήμου τυραννὶς καθ' ὅλης τῆς πόλεως -εύεται D.H.7.46. II train as a calf, Philostr.VA6.30.
German (Pape)
[Seite 209] einen Ableger machen, Theophr. u. A. – Uebertr., anpflanzen, aufziehen, Dem. 25, 48; μοσχευομένη κατὰ τοῦ δήμου τυραννὶς καθ' ὅλης τῆς πόλεως μοσχεύεται, D. Hal. 7, 46; ἐκ νέου τινά, Philostr. v. Apoll. 5, 30.
Greek (Liddell-Scott)
μοσχεύω: ἀποσπῶ ἀπὸ τῶν δένδρων παραφυάδας μετὰ φανεροῦ μέρους τῆς ῥίζης καὶ μεταφυτεύω αὐτάς, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1, 2, 1., 3. 5, 1, κτλ.· τὸ μεμοσχευμένον 3. 5, 3· - μεταφορ., ἵνα τοὺς τοιούτους ἐν αὐτοῖς (δηλ. τοῖς δικαστηρίοις) μοσχεύητε, τρέφητε, διατηρῆτε ὡς μοσχεύματα, Δημ. 785. 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 7. 46, Φιλόστρ. 269.
French (Bailly abrégé)
1 transplanter des marcottes ; fig. transplanter, planter;
2 p. ext. nourrir, élever ; fig. fortifier, développer.
Étymologie: μόσχος.
Greek Monolingual
(I)
(Α μοσχεύω) μόσχος (Ι)]
αποσπώ μοσχεύματα από δέντρα και τα φυτεύω σε κατάλληλο περιβάλλον, όπου σχηματίζουν ρίζες και αναπτύσσονται σε πλήρη φυτά
αρχ.
1. ανατρέφω κάποιον σαν να είναι μόσχος, δηλαδή με πολλή αγάπη και φροντίδα
2. μτφ. τρέφω, ανατρέφω, διατηρώ.———————— (II)
(Μ μοσχεύω και μοσκεύω) μόσχος (II)]
(μτβ.) οσφραίνομαι, μυρίζω κάτι ή κάποιον («το ρούχον του μοσκεύει», Χούμν.).