μόμφος: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μόμφος''': ὁ, = [[μομφή]], Εὐρ. Ἀποσπ. 634· οὕτω μόμφις Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 12· ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] ἔχει: «μόμφις· [[δύσκλεια]]»· καὶ τὸ ἐφθαρμένον [[γλώσσημα]] τοῦ Φωτ. (μέμψειραν· τὴν μέμψιν, Τηλεκλείδης) πιθ. ἀναφέρεται εἰς τὸ αὐτὸ [[χωρίον]]. | |lstext='''μόμφος''': ὁ, = [[μομφή]], Εὐρ. Ἀποσπ. 634· οὕτω μόμφις Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 12· ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] ἔχει: «μόμφις· [[δύσκλεια]]»· καὶ τὸ ἐφθαρμένον [[γλώσσημα]] τοῦ Φωτ. (μέμψειραν· τὴν μέμψιν, Τηλεκλείδης) πιθ. ἀναφέρεται εἰς τὸ αὐτὸ [[χωρίον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μόμφος]], ὁ (Α)<br />[[μομφή]], [[μέμψη]], [[κατηγορία]], [[ψόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[μομφή]] με [[αλλαγή]] γένους]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, = foreg., E.Fr.633, IG5(2).262.34 (Mantinea, v B. C.):— so μόμφις, dub. in Telecl.63 (cf. μέμφειραν· τὴν μέμψιν, Τηλεκλείδης, Phot.); cf. μόμψεις· δύσκλεια, Hsch.
German (Pape)
[Seite 201] ὁ, = μέμψις, Eurip. bei B. A. 107.
Greek (Liddell-Scott)
μόμφος: ὁ, = μομφή, Εὐρ. Ἀποσπ. 634· οὕτω μόμφις Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 12· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει: «μόμφις· δύσκλεια»· καὶ τὸ ἐφθαρμένον γλώσσημα τοῦ Φωτ. (μέμψειραν· τὴν μέμψιν, Τηλεκλείδης) πιθ. ἀναφέρεται εἰς τὸ αὐτὸ χωρίον.
Greek Monolingual
μόμφος, ὁ (Α)
μομφή, μέμψη, κατηγορία, ψόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μομφή με αλλαγή γένους].