μυάγρα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />souricière.<br />'''Étymologie:''' [[μῦς]], [[ἄγρα]].
|btext=ας (ἡ) :<br />souricière.<br />'''Étymologie:''' [[μῦς]], [[ἄγρα]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[μυάγρα]] και ιων. τ. μυάγρη)<br />[[παγίδα]] με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, [[ποντικοπαγίδα]], [[φάκα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> φωτιστική [[συσκευή]] αποτελούμενη από [[τρεις]] λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ασπάραγος]] ο [[πετραίος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Δουκάγγ.) «τὸ άναρριπτόμενον της μυάγρας [[ξύλον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[άγρα]], <i>πυρ</i>-[[άγρα]])].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠάγρα Medium diacritics: μυάγρα Low diacritics: μυάγρα Capitals: ΜΥΑΓΡΑ
Transliteration A: myágra Transliteration B: myagra Transliteration C: myagra Beta Code: mua/gra

English (LSJ)

ἡ, (μῦς)

   A mouse-trap, AP9.410 (Tull. Sab.), Poll.7.41:— also μύαγρον, τό, Gloss.    II = ἀσπάραγος πετραῖος, Ps.-Dsc.2.125.

German (Pape)

[Seite 213] ἡ, die Mäusefalle, Tull. Gem. 9 (IX, 410).

Greek (Liddell-Scott)

μυάγρα: ἡ, (μῦς) παγὶς πρὸς σύλληψιν μυῶν, Ἀνθ. Π. 9. 410, Πολυδ. Ζ΄, 41.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
souricière.
Étymologie: μῦς, ἄγρα.

Greek Monolingual

η (Α μυάγρα και ιων. τ. μυάγρη)
παγίδα με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, ποντικοπαγίδα, φάκα
νεοελλ.
ναυτ. φωτιστική συσκευή αποτελούμενη από τρεις λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο προς τα πίσω
αρχ.
1. το φυτό ασπάραγος ο πετραίος
2. (κατά τον Δουκάγγ.) «τὸ άναρριπτόμενον της μυάγρας ξύλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδ-άγρα, πυρ-άγρα)].