ὁμοείδεια: Difference between revisions
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
(6_1) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοείδεια''': (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ἐνίοτε]] -ειδία), ἡ, ταυτότης ἢ [[ὁμοιότης]] φύσεως, εἴδους ἢ μορφῆς, Στράβ. 518, Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 6, κλ. | |lstext='''ὁμοείδεια''': (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ἐνίοτε]] -ειδία), ἡ, ταυτότης ἢ [[ὁμοιότης]] φύσεως, εἴδους ἢ μορφῆς, Στράβ. 518, Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 6, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ὁμοείδεια]] και [[ὁμοειδία]]) [[ομοειδής]]<br />[[ταυτότητα]] ως [[προς]] το [[είδος]] ή ως [[προς]] τη [[μορφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ομοιότητα]] τονισμού<br /><b>2.</b> (για [[διαγωγή]]) [[συνέπεια]], [[σταθερότητα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
(in codd. sts. -ειδία), ἡ,
A sameness of nature or form, Phld.Rh.1.260 S., Str.11.11.6, D.H.Pomp.6, Comp.26, Olymp. in Phd.p.111 N. ; similarity, e. g. of accent, A.D.Adv.165.23. II consistency of conduct, Phld.Mort.19.
German (Pape)
[Seite 334] ἡ, Gleichartigkeit; D. Hal. de Din. 6 u. A.; Strab. XI, 518 ist v. l. vieler mss. ὁμοειδία, wie auch D. L. 10, 139 steht, wie ὁμόειδος früher falsch bei Poll. 6, 155 für ὁμοειδής stand.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοείδεια: (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε -ειδία), ἡ, ταυτότης ἢ ὁμοιότης φύσεως, εἴδους ἢ μορφῆς, Στράβ. 518, Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 6, κλ.
Greek Monolingual
η (Α ὁμοείδεια και ὁμοειδία) ομοειδής
ταυτότητα ως προς το είδος ή ως προς τη μορφή
αρχ.
1. ομοιότητα τονισμού
2. (για διαγωγή) συνέπεια, σταθερότητα.