νεήκης: Difference between revisions
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />nouvellement <i>ou</i> fraîchement aiguisé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ἀκή]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[νεακόνητος]]. | |btext=ης, ες :<br />nouvellement <i>ou</i> fraîchement aiguisé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ἀκή]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[νεακόνητος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεήκης]], δωρ. τ. [[νεάκης]], -ες (Α)<br />αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, [[κοφτερός]], νεοακονισμένος, [[οξύς]] («ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀκή</i> «[[αιχμή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αμφ</i>-<i>ήκης</i>, <i>ευ</i>-<i>ήκης</i>. Το -<i>η</i>- του τ. ([[αντί]] -<i>άκης</i>) οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
(on the accent v. Hdn.Gr.1.82), Dor. νεάκης Hsch. (-κίς cod.), ες: (ἀκή A):—
A newly whetted or sharpened, Il.13.391.
German (Pape)
[Seite 236] ες, neu, eben erst gespitzt, geschärft; πελέκεσσι νεήκεσι, Il. 13, 391. 16, 484; vgl. νεακής; νεηκής ist falsche Aceentuation, s. Spitzner zu Il. 7, 77.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
nouvellement ou fraîchement aiguisé.
Étymologie: νέος, ἀκή.
Par. νεακόνητος.
Greek Monolingual
νεήκης, δωρ. τ. νεάκης, -ες (Α)
αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, κοφτερός, νεοακονισμένος, οξύς («ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ήκης (< ἀκή «αιχμή»), πρβλ. αμφ-ήκης, ευ-ήκης. Το -η- του τ. (αντί -άκης) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].