νεόνυμφος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />nouvellement marié.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[νύμφη]].
|btext=ος, ον :<br />nouvellement marié.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[νύμφη]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και νιόνυφη (ΑΜ [[νεόνυμφος]], -ον, Μ και νεόνυφος, -ον, Μ θηλ. και νεόνυμφη και νεόνυφη)<br />αυτός που [[μόλις]] έχει συζευχθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι νεόνυμφοι</i><br />νιόπαντρο [[ζευγάρι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ νεόνυμφη</i><br />α) νιόπαντρη [[κοπέλα]], η [[σύζυγος]]<br />β) αυτή που πρόκειται να παντρευτεί, η [[μνηστή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νυμφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]]), <b>πρβλ.</b> <i>μελλό</i>-<i>νυμφος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόνυμφος Medium diacritics: νεόνυμφος Low diacritics: νεόνυμφος Capitals: ΝΕΟΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: neónymphos Transliteration B: neonymphos Transliteration C: neonymfos Beta Code: neo/numfos

English (LSJ)

ον,

   A newly married, Sostrat. ap. Stob.4.20.70, Supp.Epigr.3.216 (ii/i B.C.), IG12(5).472 (Oliaros, i A.D.), Plu.2.310e, f.l. for νεόψηφος in Suet. Ner.39.

German (Pape)

[Seite 243] neu vermählt; Schol. Ar. Ran. 519; κόρη, Luc. Asin. 34.

Greek (Liddell-Scott)

νεόνυμφος: -ον, ὁ νεωστὶ εἰς γάμον ἐλθών, Σώκρατ. παρὰ Στοβ. 403. 50, Πλούτ. 2. 310Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement marié.
Étymologie: νέος, νύμφη.

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και νιόνυφη (ΑΜ νεόνυμφος, -ον, Μ και νεόνυφος, -ον, Μ θηλ. και νεόνυμφη και νεόνυφη)
αυτός που μόλις έχει συζευχθεί
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νεόνυμφοι
νιόπαντρο ζευγάρι
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ νεόνυμφη
α) νιόπαντρη κοπέλα, η σύζυγος
β) αυτή που πρόκειται να παντρευτεί, η μνηστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό-νυμφος].