ὀρνιθίας: Difference between revisions
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
(6_19) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρνῑθίας''': -ου, ὁ· - ὀρνιθίαι ἄνεμοι, οἱ βόρειοι ἄνεμοι τοῦ χειμῶνος καὶ τοῦ ἔαρος, οἵτινες φέρουσι τὰ ἀποδημητικὰ πτηνά, Ἱππ. 1236Β, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 10, π. Κόσμου 4. 15· - [[ἐντεῦθεν]] ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 877, χειμὼν [[ὀρνιθίας]], [[θύελλα]] ἐξ ὀρνίθων, [[ἄνεμος]] [[πλήρης]] ὀρνίθων. ΙΙ. [[ἔμπορος]] ὀρνίθων, Λιβαν. Ὑπόθεσ. εἰς Δημ. 334. 6, Τζέτζ. Ἱστ. 6. 56. | |lstext='''ὀρνῑθίας''': -ου, ὁ· - ὀρνιθίαι ἄνεμοι, οἱ βόρειοι ἄνεμοι τοῦ χειμῶνος καὶ τοῦ ἔαρος, οἵτινες φέρουσι τὰ ἀποδημητικὰ πτηνά, Ἱππ. 1236Β, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 10, π. Κόσμου 4. 15· - [[ἐντεῦθεν]] ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 877, χειμὼν [[ὀρνιθίας]], [[θύελλα]] ἐξ ὀρνίθων, [[ἄνεμος]] [[πλήρης]] ὀρνίθων. ΙΙ. [[ἔμπορος]] ὀρνίθων, Λιβαν. Ὑπόθεσ. εἰς Δημ. 334. 6, Τζέτζ. Ἱστ. 6. 56. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀρνιθίας]])<br />[[άνεμος]] ο [[οποίος]] πνέει [[κατά]] την [[άνοιξη]] από βόρειες διευθύνσεις και οφείλει την [[ονομασία]] αυτή στην [[εντύπωση]] ότι διευκολύνει τα αποδημητικά πτηνά [[κατά]] τις μετακινήσεις τους [[προς]] τα νότια<br /><b>μσν.</b><br />[[έμπορος]] πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνις]], -<i>ιθος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κλιμακ</i>-<i>ίας</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, in pl., (sc. ἄνεμοι) annual winds in spring,
A which brought the birds of passage, Hp.Epid.7.105, Democr.14, Arist.Mete.362a23, Mu.395a4 ; βορέαι PHib.27.59, cf. Gem.Calend.9, Adam.Vent.44 (νότοι ib.45): hence in Ar.Ach.877, χειμὼν ὀ. a tempest of birds, a fowl-wind. II -ίας, α, ὁ, dealer in birds, Lib.Arg.D.19, Tz.H.6.56.
German (Pape)
[Seite 383] die Vögel betreffend, ἄνεμοι, οἱ, Nordwind im Frühling, mit dem die Zugvögel ankommen, Arist. mund. 4, 15; aber χειμὼν ὀρν., Ar. Ach. 842, ein Sturmwind, der die Vögel verscheucht.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθίας: -ου, ὁ· - ὀρνιθίαι ἄνεμοι, οἱ βόρειοι ἄνεμοι τοῦ χειμῶνος καὶ τοῦ ἔαρος, οἵτινες φέρουσι τὰ ἀποδημητικὰ πτηνά, Ἱππ. 1236Β, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 10, π. Κόσμου 4. 15· - ἐντεῦθεν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 877, χειμὼν ὀρνιθίας, θύελλα ἐξ ὀρνίθων, ἄνεμος πλήρης ὀρνίθων. ΙΙ. ἔμπορος ὀρνίθων, Λιβαν. Ὑπόθεσ. εἰς Δημ. 334. 6, Τζέτζ. Ἱστ. 6. 56.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀρνιθίας)
άνεμος ο οποίος πνέει κατά την άνοιξη από βόρειες διευθύνσεις και οφείλει την ονομασία αυτή στην εντύπωση ότι διευκολύνει τα αποδημητικά πτηνά κατά τις μετακινήσεις τους προς τα νότια
μσν.
έμπορος πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + κατάλ. -ίας (πρβλ. κλιμακ-ίας)].