παρακρατώ: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(31) |
(No difference)
|
Revision as of 12:04, 29 September 2017
Greek Monolingual
παρακρατῶ, -έω, ΝΑ
νεοελλ.
1. αποθηκεύω μέρος του προϊόντος ενός παραγωγού προκειμένου να ρυθμίσω την τιμή του στην αγορά ή για να το χρησιμοποιήσω σε περιόδους έλλειψης
2. (για κατάσταση) διατηρούμαι περισσότερο από το κανονικό, παρατείνομαι («η απεργία παρακράτησε»)
3. (στον Ερωτόκρ.) υποστηρίζω, βοηθώ κάποιον συνοδεύοντας τον («παρακρατεί τ' η Νένα της, στολίζεται κι εκείνη», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. κρατώ πίσω κρατώ σε εφεδρεία («αἰδούμενος ἔτι νοσοῡντα τὸν στρατηγὸν σφῶν παρακρατεῑν», Αππ.)
2. εμποδίζω, κωλύω
3. συγκρατώ
4. πιέζω, συνθλίβω
5. κρατώ κοντά ή εμπρός.