παράπαν: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br /><i>d’ordinaire avec l’article</i>;<br />τὸ [[παράπαν]] tout-à-fait, entièrement ; ἐπὶ διηκόσια τὸ [[παράπαν]] HDT absolument vers 200, <i>càd</i> 200 au moins.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πᾶς]]. | |btext=<i>adv.</i><br /><i>d’ordinaire avec l’article</i>;<br />τὸ [[παράπαν]] tout-à-fait, entièrement ; ἐπὶ διηκόσια τὸ [[παράπαν]] HDT absolument vers 200, <i>càd</i> 200 au moins.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πᾶς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ<br /><b>επίρρ.</b> (συν. με [[άρνηση]] και με το [[άρθρο]] <i>το</i>) [[ουδόλως]], [[καθόλου]] («οὐκ [[εἰμὶ]] τὸ [[παράπαν]] [[ἄθεος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ολωσδιόλου]], [[τελείως]] («ἀπαλλάσσετο ἐκ τῆς χώρης τὸ [[παράπαν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατά]] [[μέσο]] όρο, [[περίπου]] («ἐπι διηκόσια τὸ [[παράπαν]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>πᾶν</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv. for παρὰ πᾶν,
A altogether, absolutely, in correct writers always joined with Art., τὸ π. Hdt.1.61, Th.6.80, etc. ; εἰς τὸ π. in perpetuity, Rev.Bibl.39.532 (Palmyra, ii A. D.). 2 freq. with neg., τὸ π. οὐδέν not at all, Hdt. 1.32 ; τὸ π. οὐδὲ γρῦ Ar.Pl.17, cf. Isoc.17.35, etc. ; μὴ ζητεῖν αὐτὴν . . τὸ π. Pl.Tht.187a ; οὐκ εἰμὶ τὸ π. ἄθεος Id.Ap.26c ; φωνὴν οὐκ ἔχειν ἰχθύν γε . . τὸ π. Pherecr.113 : with a neg. Verb, τὸ π. ἀρνούμενοι Antipho 3.3.7. 3 in reckoning, ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν two hundred on the average, Hdt. 1.193 ; οὐδὲ πεντήκοντα δραχμῶν τὸ π. in all, D.55.28.
German (Pape)
[Seite 492] d. i. παρὰ πᾶν, überall, gänzlich, durchaus; gew. mit dem Artikel, τὸ παράπαν; Her. τὸ π. οὐδὲν ὁμοῖον, 1, 32. 61; τὸ π. ἀμείνους τὰ πολεμικά, Thuc. 6, 80; ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν, durchaus an, d. i. wenigstens 200, Her. 1, 193; Thuc. 6, 80 u. öfter; οὐκ εἰμὶ τὸ παράπαν ἄθεος, Plat. Apol. 26 c; Theaet. 189 a u. öfter, u. Folgde überall.
Greek (Liddell-Scott)
παράπᾰν: Ἐπίρρ., ἀντὶ παρὰ πᾶν, παντελῶς, καθόλου, παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν ἀείποτε μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ π. Ἡρόδ. 1. 61, Θουκ. 6. 80, κλ. 2) συχν. μετὰ τοῦ ἀρνητ., τὸ π. οὐδέν, οὐδόλως, Ἡρόδ. 1. 32· τὸ π. οὐδὲ Ἀριστοφάν. Πλ. 17, Ἰσοκρ. 365E, κλ.· μὴ ζητεῖν αὐτὴν ... τὸ π. Πλάτ. Θεαίτ. 187A· οὔκ εἰμι τὸ π. ἄθεος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 26C· φωνὴν οὐκ ἔχειν ἰχθὺν γέ φασι τὸ παράπαν Φερεκράτ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 3· οὕτω μετ’ ἀρνητ. ῥήματ. τὸ π. ἀρνούμενος Ἀντιφῶν 123. 13, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 26C. 3) ἐπὶ ἀριθμοῦ, ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν, κατὰ μέσον ὅρον, οὐχὶ ὀλιγώτερα τῶν διακοσίων, Ἡρόδ. 1. 193· οὐδὲ πεντήκοντα δραχμῶν τὸ π. Δημ. 1279. 22.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’ordinaire avec l’article;
τὸ παράπαν tout-à-fait, entièrement ; ἐπὶ διηκόσια τὸ παράπαν HDT absolument vers 200, càd 200 au moins.
Étymologie: παρά, πᾶς.
Greek Monolingual
ΝΑ
επίρρ. (συν. με άρνηση και με το άρθρο το) ουδόλως, καθόλου («οὐκ εἰμὶ τὸ παράπαν ἄθεος», Πλάτ.)
αρχ.
1. ολωσδιόλου, τελείως («ἀπαλλάσσετο ἐκ τῆς χώρης τὸ παράπαν», Ηρόδ.)
2. κατά μέσο όρο, περίπου («ἐπι διηκόσια τὸ παράπαν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πᾶν].