Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλησίασμα: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(6_21)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλησίασμα''': τό, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[πλῆσμα]].
|lstext='''πλησίασμα''': τό, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[πλῆσμα]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[πλησιάζω]]<br />η [[πράξη]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πλησιάζω]], [[προσέγγιση]], [[ζύγωμα]], [[σίμωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστροφή]]<br /><b>2.</b> ερωτικό [[σμίξιμο]], [[συνουσία]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με χρόνο) το να κοντεύει [[κάτι]], να πλησιάζει η ώρα του<br /><b>4.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] παραπλήσιο με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ομοιότητα]].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλησίασμα Medium diacritics: πλησίασμα Low diacritics: πλησίασμα Capitals: ΠΛΗΣΙΑΣΜΑ
Transliteration A: plēsíasma Transliteration B: plēsiasma Transliteration C: plisiasma Beta Code: plhsi/asma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A impregnation, f.l. for πλῆσμα, Arist.HA577a30.

German (Pape)

[Seite 635] τό, = Folgdm, v. l. Arist. H. A. 6, 23.

Greek (Liddell-Scott)

πλησίασμα: τό, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πλῆσμα.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πλησιάζω
η πράξη και το αποτέλεσμα του πλησιάζω, προσέγγιση, ζύγωμα, σίμωμα
νεοελλ.
1. συναναστροφή
2. ερωτικό σμίξιμο, συνουσία
3. (σχετικά με χρόνο) το να κοντεύει κάτι, να πλησιάζει η ώρα του
4. το να είναι κάτι παραπλήσιο με κάτι άλλο, ομοιότητα.