ξενισμός: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(Bailly1_3) |
(27) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ξένισις]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ξένισις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ξενισμός]]) [[ξενίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[χρησιμοποίηση]] ξενικών λέξεων και τύπων σύνταξης, [[αντί]] της αναζήτησης αντίστοιχων λέξεων και τύπων της ντόπιας γλώσσας (α. «ήλθε η [[μαντάμ]]» — ήλθε η [[κυρία]]<br />β. «έλαβε χώραν» — έγινε, συντελέστηκε, πραγματοποιήθηκε)<br /><b>2.</b> η [[μίμηση]] τών ξένων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[φιλοξενία]]<br /><b>2.</b> το [[παράδοξο]], το ασυνήθιστο<br /><b>3.</b> [[επιβλαβής]] [[κατάσταση]] που προέρχεται από [[αλλαγή]] της συνηθισμένης χρήσης ενός πράγματος<br /><b>4.</b> επιζήμιο [[γεγονός]]<br /><b>5.</b> [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]]<br /><b>6.</b> [[διαφοροποίηση]], [[μεταβολή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Pl. Ly.205c, Luc.Salt.45, etc.;
A τὸν ξ. ποιεῖν τῷ Ἡρακλεῖ SIG1106.61 (Cos, iv/iii B. C.); καλέσαι τινὰς ἐπὶ ξενισμόν BCH49.306 (Teos) : in pl., Plu.Demetr.12, etc. II strangeness, novelty, Plb.15.17.1, D.S.3.33. 2 injurious effect of change, ξενισμοὶ ὑδάτων Dsc.2.152 : but, generally, change, τῶν ξενισμοῦ καὶ μεταποιήσεως χρῃζόντων Antyll. ap. Orib.7.7.7; μέγας ὁ ξ. τοῦ σώματος Gal.17(2).28 ; ξενισμὸν ἐμποιεῖν Sor.1.116 ; ξ. στομάχου Ruf. ap. Orib.7.26.152.
German (Pape)
[Seite 277] ὁ, 1) = ξένισις, Plat. Lys. 205 c; Plut. Thes. 14 u. a. Sp. – 2) Neuheit, Ungewohntheit, Fremdartigkeit einer Sache, Pol. 15, 17, 1 D. L. 2, 94 u. a. Sp. Auch eine durch Ungewohntes hervorgebrachte, nachtheilige Veränderung, Hippiatr.
Greek (Liddell-Scott)
ξενισμός: ὁ, = ξένισις, Πλάτ. Λῦσ. 205C, Λουκ. π. Ὀρχ. 45· κτλ· ἐν τῷ πληθ., Πλουτ. Δημήτρ. 12, κτλ ΙΙ. τὸ παράδοξον πράγματός τινος, Πολύβ. 15. 17, 1, Διόδ. 3. 33. 2) ἐπιβλαβὴς ἐνέργεια πράγματός τινος προερχομένη ἐκ χρήσεως μὴ συνήθους, «βιβρωσκόμενον δὲ (τὸ σκόροδον δηλ.) καὶ πρὸς τοὺς ξενισμοὺς τῶν ὑδάτων ἁρμόζει» Διοσκ. 2. 182· ἴδε ξενίζω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ξένισις.
Greek Monolingual
ο (Α ξενισμός) ξενίζω
νεοελλ.
1. η χρησιμοποίηση ξενικών λέξεων και τύπων σύνταξης, αντί της αναζήτησης αντίστοιχων λέξεων και τύπων της ντόπιας γλώσσας (α. «ήλθε η μαντάμ» — ήλθε η κυρία
β. «έλαβε χώραν» — έγινε, συντελέστηκε, πραγματοποιήθηκε)
2. η μίμηση τών ξένων
αρχ.
1. η φιλοξενία
2. το παράδοξο, το ασυνήθιστο
3. επιβλαβής κατάσταση που προέρχεται από αλλαγή της συνηθισμένης χρήσης ενός πράγματος
4. επιζήμιο γεγονός
5. έκπληξη, κατάπληξη
6. διαφοροποίηση, μεταβολή.