ξέσμα: Difference between revisions
(6_21) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξέσμα''': τό, (ξέω) τὸ ξεσθὲν ἢ λεανθέν· [[ἐντεῦθεν]] = [[ξόανον]], Ἀνθ. Π. 9. 328. ΙΙ. ξύσμα, [[ἀπόξυσμα]], τὰ ξέσματα τοῦ κέρατος τῆς αἰγὸς Σεξτ. Ἐμπ. Π. 1. 129, Μ. Ἀντων. 8. 50. | |lstext='''ξέσμα''': τό, (ξέω) τὸ ξεσθὲν ἢ λεανθέν· [[ἐντεῦθεν]] = [[ξόανον]], Ἀνθ. Π. 9. 328. ΙΙ. ξύσμα, [[ἀπόξυσμα]], τὰ ξέσματα τοῦ κέρατος τῆς αἰγὸς Σεξτ. Ἐμπ. Π. 1. 129, Μ. Ἀντων. 8. 50. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ξέσμα]])<br />αυτό που αφαιρείται με [[απόξεση]], με [[ξύσιμο]], [[ξύσμα]], [[απόξεσμα]], [[περίτριμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του ξέω, αυτό που λειάνθηκε<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ξόανον]]»<br /><b>3.</b> [[αμυχή]], [[χαραγή]]<br /><b>4.</b> η [[λιθογλυφία]]<br /><b>5.</b> [[απόξεση]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[οργή]], [[ερεθισμός]]<br />β) [[πρόκληση]], προκλητική, ερεθιστική [[συμπεριφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξεσ</i>- του <i>ξέω</i>, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>ξεσ</i>-<i>α</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (ξέω)
A that which is smoothed or carved: hence, = ξόανον, AP9.328 (pl., Damostr.); v. l. for ξῦσμα in Dsc.2.134. II abrasion, in pl., Jul. Caes.309c. III pl., shavings, filings, M. Ant.8.50, S.E.P.1.129.
German (Pape)
[Seite 278] τό, das Abgeschabte, Abgelratzte; ξέσματα κέρατος, S. Emp. pyrrh. 1, 129; Damostrat. epigr. (IX, 328); Hesych. erkl. ξόανον.
Greek (Liddell-Scott)
ξέσμα: τό, (ξέω) τὸ ξεσθὲν ἢ λεανθέν· ἐντεῦθεν = ξόανον, Ἀνθ. Π. 9. 328. ΙΙ. ξύσμα, ἀπόξυσμα, τὰ ξέσματα τοῦ κέρατος τῆς αἰγὸς Σεξτ. Ἐμπ. Π. 1. 129, Μ. Ἀντων. 8. 50.
Greek Monolingual
το (Α ξέσμα)
αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα
αρχ.
1. το αποτέλεσμα του ξέω, αυτό που λειάνθηκε
2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον»
3. αμυχή, χαραγή
4. η λιθογλυφία
5. απόξεση
6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός
β) πρόκληση, προκλητική, ερεθιστική συμπεριφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- του ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ-ξεσ-α + κατάλ. -μα].