οἶνοψ: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
(Autenrieth)
(28)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=οπος: winy, [[wine]]-colored, epithet of the [[sea]] and of [[cattle]], Od. 13.32.
|auten=οπος: winy, [[wine]]-colored, epithet of the [[sea]] and of [[cattle]], Od. 13.32.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἶνοψ]], -οπος, ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει το [[χρώμα]] ερυθρού ή μαύρου οίνου, [[σκοτεινόχρωμος]], [[μαυροκόκκινος]], [[κοκκινωπός]] (α. «[[μήτι]] δ' [[αὖτε]] [[κυβερνήτης]] ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ νῆα θοὴν ἰθύνει», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὣς τ' ἐν νειῷ, βόε οἴνοπε πηκτὸν [[ἄροτρον]]... τιταίνετον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οψ</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ὄψ</i> «όψη», <b>βλ.</b> και λ. <i>όπωπα</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μήλ</i>-<i>οψ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶνοψ Medium diacritics: οἶνοψ Low diacritics: οίνοψ Capitals: ΟΙΝΟΨ
Transliteration A: oînops Transliteration B: oinops Transliteration C: oinops Beta Code: oi)=noy

English (LSJ)

οπος, ὁ, (ὄψ)

   A wine-coloured, Hom. (never in nom.) epith. of the sea, wine-dark, Il.23.316, Od.5.132, 2.421 ; of oxen, wine-red, deep-red, βόε οἴνοπε Il.13.703, Od.13.32 ; also οἰ. Βάκχος AP6.44; νύμφη οἴνοπα πῆχυν ἀνεῖλκε Tryph.521.

Greek (Liddell-Scott)

οἶνοψ: -οπος, ὁ, (ὢψ) ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ οἴνου, Ὅμ. (οὐδαμοῦ κατ’ ὀνομ.), ἐπίθετον τῆς θαλάσσης, μέλαινα ὡς ὁ οἶνος (ἴδε οἶνος), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ Ἰλ. Ψ. 316, Ὀδ. Ε. 132, Β. 421˙ πρβλ. πορφύρεος˙ ὡσαύτως παρ’ Ὁμ. ἐπὶ βοῶν ἐχόντων τὸ χρῶμα τοῦ οἴνου, βαθέως ἐρυθροί, βόε οἴνοπε Ἰλ. Ν. 703, Ὀδ. Ν. 32, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. 521, Gladstone Hom. Stud. 3. 472˙ πρβλ. οἰνωπός.

French (Bailly abrégé)

οἴνοπος (ὁ, ἡ)
de la couleur du vin, càd d’un rouge foncé.
Étymologie: οἶνος, ὤψ.

English (Autenrieth)

οπος: winy, wine-colored, epithet of the sea and of cattle, Od. 13.32.

Greek Monolingual

οἶνοψ, -οπος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει το χρώμα ερυθρού ή μαύρου οίνου, σκοτεινόχρωμος, μαυροκόκκινος, κοκκινωπός (α. «μήτι δ' αὖτε κυβερνήτης ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ νῆα θοὴν ἰθύνει», Ομ. Ιλ.
β. «ὣς τ' ἐν νειῷ, βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον... τιταίνετον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -οψ (πιθ. < ὄψ «όψη», βλ. και λ. όπωπα), πρβλ. μήλ-οψ].