ὁμήθης: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
(6_7)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμήθης''': -ες, ([[ἦθος]]) = [[ὁμοήθης]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 917, Γ. 118· ― ἐπὶ τόπων, εἰθισμένος, [[συνήθης]], Νικ. Θηρ. 415.
|lstext='''ὁμήθης''': -ες, ([[ἦθος]]) = [[ὁμοήθης]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 917, Γ. 118· ― ἐπὶ τόπων, εἰθισμένος, [[συνήθης]], Νικ. Θηρ. 415.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμήθης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) ο [[συνήθης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἦθος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>ήθης</i>, <i>κακο</i>-<i>ήθης</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμήθης Medium diacritics: ὁμήθης Low diacritics: ομήθης Capitals: ΟΜΗΘΗΣ
Transliteration A: homḗthēs Transliteration B: homēthēs Transliteration C: omithis Beta Code: o(mh/qhs

English (LSJ)

ες, (ἦθος)

   A = ὁμοήθης, A.R.2.917,3.118, Call.Aet.1.1.5, Nonn.D.5.364, Q.S.9.405.    2 of Places, accustomed, λίμνη Nic. Th.415.

German (Pape)

[Seite 330] ες, = ὁμοήθης; ἄνδρες, Ap. Rh. 2, 917; λίμνη, Nic. Th. 415.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμήθης: -ες, (ἦθος) = ὁμοήθης, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 917, Γ. 118· ― ἐπὶ τόπων, εἰθισμένος, συνήθης, Νικ. Θηρ. 415.

Greek Monolingual

ὁμήθης, -ες (Α)
1. αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα με κάποιον άλλο
2. (για τόπο) ο συνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἦθος (πρβλ. ευ-ήθης, κακο-ήθης)].