ὁμόθυμος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est du même avis.<br />'''Étymologie:''' de [[ὁμός]], [[θυμός]].
|btext=ος, ον :<br />qui est du même avis.<br />'''Étymologie:''' de [[ὁμός]], [[θυμός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμόθυμος]], -ον)<br />[[ομόγνωμος]], [[ομόφρων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη [[θέληση]] και τη [[γνώμη]] όλων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοθύμως</i> και <i>ομόθυμα</i> (Α [[ὁμοθύμως]])<br />με [[ομοψυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] (<b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>θυμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόθῡμος Medium diacritics: ὁμόθυμος Low diacritics: ομόθυμος Capitals: ΟΜΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: homóthymos Transliteration B: homothymos Transliteration C: omothymos Beta Code: o(mo/qumos

English (LSJ)

ὁμόφρων, ὁμόψυχος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 334] einmüthig, einig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόθῡμος: ὁμόψυχος, ὁμόφρων, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est du même avis.
Étymologie: de ὁμός, θυμός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόθυμος, -ον)
ομόγνωμος, ομόφρων
νεοελλ.
αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη θέληση και τη γνώμη όλων.
επίρρ...
ομοθύμως και ομόθυμαὁμοθύμως)
με ομοψυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θυμός (πρβλ. κακό-θυμος)].