ὁμόριος: Difference between revisions
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
(6_23) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμόριος''': Ἰων. ὁμούριος, ον, = τῷ [[ὅμορος]], Καλλ. Ἀποσπ. 185, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 379, κτλ.· ἐπίθετον τοῦ [[Διός]], Πολύβ. 2. 39, 6. | |lstext='''ὁμόριος''': Ἰων. ὁμούριος, ον, = τῷ [[ὅμορος]], Καλλ. Ἀποσπ. 185, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 379, κτλ.· ἐπίθετον τοῦ [[Διός]], Πολύβ. 2. 39, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμόριος]] και ιων. τ. [[ὁμούριος]], -ον (Α) [[όμορος]]<br /><b>1.</b> όμορος, [[γείτονας]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του [[Διός]] («[[ὁμόριος]] [[Ζεύς]]»). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. ὁμούριος, ον,
A = ὅμορος, Call. Fr.185, A.R.2.379, D.P.649, etc. ; for Plb.2.39.6, v. Ὁμάριος.
German (Pape)
[Seite 339] = Folgdm. Bei Pol. 2, 39, 6 Beiname des Zeus.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόριος: Ἰων. ὁμούριος, ον, = τῷ ὅμορος, Καλλ. Ἀποσπ. 185, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 379, κτλ.· ἐπίθετον τοῦ Διός, Πολύβ. 2. 39, 6.
Greek Monolingual
ὁμόριος και ιων. τ. ὁμούριος, -ον (Α) όμορος
1. όμορος, γείτονας
2. προσωνυμία του Διός («ὁμόριος Ζεύς»).