ὀρθρινός: Difference between revisions

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source
(T22)
(29)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὀρθρινή ὀρθρινον (from [[ὄρθρος]]; cf. [[ἡμερινός]], [[ἑσπερινός]], [[ὀπωρινός]], [[πρωϊνός]] a poetic (Anth.) and [[later]] [[form]] for [[ὄρθριος]] ([[see]] Lob. ad Phryn., p. 51; Sturz, De [[dial]]. Maced. et Alex., p. 186; (Winer s Grammar, 25)), [[early]]: L T Tr WH. (Wisdom of Solomon 11:23 (22).)  
|txtha=ὀρθρινή ὀρθρινον (from [[ὄρθρος]]; cf. [[ἡμερινός]], [[ἑσπερινός]], [[ὀπωρινός]], [[πρωϊνός]] a poetic (Anth.) and [[later]] [[form]] for [[ὄρθριος]] ([[see]] Lob. ad Phryn., p. 51; Sturz, De [[dial]]. Maced. et Alex., p. 186; (Winer s Grammar, 25)), [[early]]: L T Tr WH. (Wisdom of Solomon 11:23 (22).)  
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀρθρινός]], -ή, -όν)<br />αυτός που αναφέρεται στον όρθρο, στην [[αυγή]] («τ' ορθρινό του [[τραγούδι]] το [[πουλί]] με τη [[φωνή]] του ψάλτη θα ταιριάσει», Παλαμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ορθρινό</i><br />το [[εγερτήριο]] [[σάλπισμα]] («μα δεν ξυπνάει στο ορθρινό [[κανένας]] πεθαμένος», Γρυπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὀρθρινά</i><br />[[κατά]] την [[αυγή]], [[κατά]] τα χαράματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρθρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εωθ</i>-<i>ινός</i>, <i>μεσημβρ</i>-<i>ινός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθρινός Medium diacritics: ὀρθρινός Low diacritics: ορθρινός Capitals: ΟΡΘΡΙΝΟΣ
Transliteration A: orthrinós Transliteration B: orthrinos Transliteration C: orthrinos Beta Code: o)rqrino/s

English (LSJ)

ή, όν, (ὄρθρος) later form (Phryn.PSp.93 B.) for ὄρθριος, LXXWi.11.22, al. ;

   A ὀρθρινὸς οἴχεσθαι AP5.176 (Mel.); ὀ. δῶρα ib.7.195 (Id.) : neut. pl. as Adv., ὀρθρινὰ παίζειν ib.12.47 (Id.). [ῐ AP5.176, 12.47, as in ἠρινός, θερινός, χειμερινός: Arat.948, AP6.160 (Antip. Sid.), etc. make ι long, prob. in imitation of ὀπωρῑνῷ which is a metr. necessity in Hom., v. sub voc.]

German (Pape)

[Seite 377] am frühen Morgen, ὀρθρινὰ παίζων, Mel. 73 (XII, 47); ἰχθυβολῆες, Phaedim. 4 (VII, 739); ἐκ κοίτης ᾤχετο, Mel. 91 (V, 177); φωνή, Antp. Sid. 26 (VI, 160), u. öfter in der Anth.; Luc. Gall. 1; N. T. Von Phryn. 51 wird es verworfen, statt ὄρθριος. [Ι ist bei Mel. kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθρινός: -ή, -όν, (ὄρθρος) μεταγεν. τύποςὄρθιος χρὴ λέγειν, οὐκ ὀρθρινὸς» Φρύν. ἐν Α. Β. 54) ἀντὶ τοῦ ὄρθριος. Ἀνθ. Π. 6. 160, κτλ.· ὀρθρινὸς οἴχεσθαι αὐτόθι 5. 177., 12. 47· ὡς Ἐπίρρ., ὀρθρινὰ παίζειν ὁ αὐτ. 7. 195· ― τὸ ὀρθρινὸν ὡς Ἐπίρρ., Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 1, προσέτι ὀρθρινῶς, Σωφρ. 3477Α. [ῐ Ἀνθ. Π. 5. 177., 12. 47, ὡς ἐν ταῖς λ. ἠρινός, θερινός, χειμερινός· παρὰ τῷ Ἀράτ. 948, Ἀνθ. Π. 6. 160, κτλ., τὸ ι μηκύνεται, πιθαν. κατὰ μίμησιν τοῦ ὀπωρῑνῷ, ὅπερ παρ’ Ὁμήρ. εἶναι ἀνάγκη μετρική, ἴδε τὴν λ.] ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 333.

Spanish

del amanecer

English (Strong)

from ὄρθρος; relating to the dawn, i.e. matutinal (as an epithet of Venus, especially brilliant in the early day): morning.

English (Thayer)

ὀρθρινή ὀρθρινον (from ὄρθρος; cf. ἡμερινός, ἑσπερινός, ὀπωρινός, πρωϊνός a poetic (Anth.) and later form for ὄρθριος (see Lob. ad Phryn., p. 51; Sturz, De dial. Maced. et Alex., p. 186; (Winer s Grammar, 25)), early: L T Tr WH. (Wisdom of Solomon 11:23 (22).)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀρθρινός, -ή, -όν)
αυτός που αναφέρεται στον όρθρο, στην αυγή («τ' ορθρινό του τραγούδι το πουλί με τη φωνή του ψάλτη θα ταιριάσει», Παλαμ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ορθρινό
το εγερτήριο σάλπισμα («μα δεν ξυπνάει στο ορθρινό κανένας πεθαμένος», Γρυπ.)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀρθρινά
κατά την αυγή, κατά τα χαράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + κατάλ. -ινός (πρβλ. εωθ-ινός, μεσημβρ-ινός)].