ὁροθεσία: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
(T22)
(29)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ὁροθεσίας, ἡ (from ὁροθετης; and [[this]] from [[ὅρος]] (a [[boundary]]; [[see]] [[ὅριον]]), and [[τίθημι]]);<br /><b class="num">a.</b> [[properly]], a setting of boundaries, laying [[down]] limits.<br /><b class="num">b.</b> a [[definite]] [[limit]]; plural bounds, Winer's Grammar, 25).)  
|txtha=ὁροθεσίας, ἡ (from ὁροθετης; and [[this]] from [[ὅρος]] (a [[boundary]]; [[see]] [[ὅριον]]), and [[τίθημι]]);<br /><b class="num">a.</b> [[properly]], a setting of boundaries, laying [[down]] limits.<br /><b class="num">b.</b> a [[definite]] [[limit]]; plural bounds, Winer's Grammar, 25).)  
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὁροθεσία]]) [[οροθέτης]]<br />η [[χάραξη]], ο [[καθορισμός]] των ορίων και ειδικότερα τών συνόρων που χωρίζουν μια [[χώρα]] από μια [[άλλη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καθορισμός]] χρονικών ορίων, [[προσδιορισμός]] ημερομηνίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὁροθεσίαι</i><br />τα όρια, τα [[σύνορα]].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁροθεσία Medium diacritics: ὁροθεσία Low diacritics: οροθεσία Capitals: ΟΡΟΘΕΣΙΑ
Transliteration A: horothesía Transliteration B: horothesia Transliteration C: orothesia Beta Code: o(roqesi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A fixing of boundaries: in pl., limitations, boundaries:— Inscr.Prien.42.8 and 12 (ii B. C.), Act.Ap.17.26 (pl.), BGU889.17 (ii A.D.).    II ὁρο-θέσια, τά, Gal.19.349, Hsch., etc.: gloss on οὖροι, Gloss.Hdt.ap.SteinHerodotus 2p.468: the sg. ὁροθέσιον (boundary) occurs in Petr.Patr.p.433 D.

German (Pape)

[Seite 385] ἡ, das Festsetzen der Gränze (?); – ὁροθέσια, τά, die Gränzen selbst, VLL., die erkl. τὰ χωρίζοντα τἡν γῆν.

Greek (Liddell-Scott)

ὁροθεσία: ἡ, τὸ τιθέναι ὅρια· ἐν τῷ πληθ., σύνορα, ὅρια, Πράξ. Ἀποστ. Ιζ΄, 26· - οὕτω καὶ ὁροθέσια, τά, Γαλην. 19. 348· «ὁροθέσια· τὰ χωρίζοντα τὴν γῆν» Ἡσύχ., κλ.· τὸ ἑνικὸν ὁροθέσιον ἀπαντᾷ ἐν Petri Patr. Exc. σ. 135, 11 Nieb.

English (Strong)

from a compound of the base of ὅριον and a derivative of τίθημι; a limit-placing, i.e. (concretely) boundary-line: bound.

English (Thayer)

ὁροθεσίας, ἡ (from ὁροθετης; and this from ὅρος (a boundary; see ὅριον), and τίθημι);
a. properly, a setting of boundaries, laying down limits.
b. a definite limit; plural bounds, Winer's Grammar, 25).)

Greek Monolingual

η (Α ὁροθεσία) οροθέτης
η χάραξη, ο καθορισμός των ορίων και ειδικότερα τών συνόρων που χωρίζουν μια χώρα από μια άλλη
μσν.
καθορισμός χρονικών ορίων, προσδιορισμός ημερομηνίας
αρχ.
στον πληθ. αἱ ὁροθεσίαι
τα όρια, τα σύνορα.