παλαιοράφος: Difference between revisions
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
(6_18) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλαιοράφος''': -ον, ὁ παλαιὰ ῥάπτων, [[διορθωτής]], Γλωσσ. | |lstext='''πᾰλαιοράφος''': -ον, ὁ παλαιὰ ῥάπτων, [[διορθωτής]], Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παλαιοράφος]], -ον (Α)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[επιδιορθωτής]] [[υποδημάτων]], [[μπαλωματής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παλαιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[ράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κοσκινο</i>-[[ράφος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
[ρᾰ], ὁ,
A cobbler, ib.
German (Pape)
[Seite 445] ὁ, Altflicker.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιοράφος: -ον, ὁ παλαιὰ ῥάπτων, διορθωτής, Γλωσσ.
Greek Monolingual
παλαιοράφος, -ον (Α)
το αρσ. ως ουσ. επιδιορθωτής υποδημάτων, μπαλωματής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. κοσκινο-ράφος].