πάλαισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(SL_2)
(30)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>πᾰλαισμα</b> (-άτων, -άτεσσι, -ασιν.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[wrestling]] ([[bout]]) ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγ' ἐλελίζων (O. 9.13) παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς (P. 8.35) ([[ἄκων]]) ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμά- των αὐχένα καὶ [[σθένος]] ἀδίαντον (N. 7.72) παλαισμάτων [[λάβε]] φροντίδ (N. 10.22)
|sltr=<b>πᾰλαισμα</b> (-άτων, -άτεσσι, -ασιν.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[wrestling]] ([[bout]]) ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγ' ἐλελίζων (O. 9.13) παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς (P. 8.35) ([[ἄκων]]) ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμά- των αὐχένα καὶ [[σθένος]] ἀδίαντον (N. 7.72) παλαισμάτων [[λάβε]] φροντίδ (N. 10.22)
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[πάλαισμα]]) [[παλαίω]]<br />[[τέχνασμα]] [[παλαιστή]] που γίνεται με σκοπό να προκαλέσει την [[πτώση]] του αντιπάλου, παλαιστικό [[κόλπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόλος]]<br /><b>2.</b> [[τέχνασμα]] («[[πάλαισμα]] τοῡτ' ἐστὶ δικαστηρίου», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> [[πόλεμος]]<br /><b>4.</b> [[κάθε]] [[μορφή]] αγώνα<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ παλαίσματα</i><br />α) παλαιστικά κατορθώματα<br />β) (για εικαστικές συνθέσεις) συμπλέγματα παλαιστών<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[υπεκφυγή]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάλαισμα Medium diacritics: πάλαισμα Low diacritics: πάλαισμα Capitals: ΠΑΛΑΙΣΜΑ
Transliteration A: pálaisma Transliteration B: palaisma Transliteration C: palaisma Beta Code: pa/laisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A bout or fall in wrestling, παρὰ ἓν π. ἔδραμε νικᾶν Hdt.9.33; ἓν μὲν τόδ' ἤδη τῶν τριῶν π. A.Eu.589, cf. Pl.Phdr.256b: in pl., feats of wrestling, Pi.O.9.13, P.8.35, cf. CR43.210 (Asia Minor).    2 struggle, A.Ag.63 (anap.), Eu.776, S.OT880 (lyr.), E.Med.1214; of war, Jul. Or.2.66c; παλαίσμαθ' ἡμῶν ὁ βίος E.Supp.550.    3 trick, 'chip' in wrestling, metaph., Ar.Ra.689, cf. 878; π. δικαστηρίου a trick of the courts, Aeschin.3.205; σόφισμα . . καὶ π. τῶν ἀκουόντων D.H.Rh.8.12; ὦ Θετταλὸν π., addressed to a person, Ath.7.308b.    4 in pl., of works of art, groups of wrestlers, Philostr.Im.2.32.

German (Pape)

[Seite 445] τό, Kunstgriff, Kunst des παλαιστής, Ringerkunst, das Ringen; παλαισμάτων αὐχένα ἐξέπεμψας, Pind. N. 7, 72; παλαισμάτεσσιν ἰχνέων, P. 8, 36; ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγ' ἐλελίζων, Ol. 9, 14; πολλὰ παλαίσματα καὶ γυιοβαρῆ, Aesch. Ag. 63; πάλαισμ' ἄφυκτον τοῖς ἐναντίοις ἔχοις, Eum. 746; παλαίσμαθ' ἡμῶν ὁ βίος, Eur. Suppl. 550; ἀσκέων πεντάεθλον παρ' ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν Ὀλυμπιάδα, Her. 9, 33; vgl. Plat. Euthyd. 277 c Phaedr. 256 b; Folgende. Uebh. jeder Kunstgriff, künstliches Mittel, τὸ καλῶς δ' ἔχον πόλει πάλαισμα μήποτε λῦσαι θεὸν αἰτοῦμαι, Soph. O. R. 879, wo der Schol. erkl. τὴν ζήτησιν τοῦ φόνου τοῦ Λαΐου, richtiger scheint es auf Oedipus' Klugheit zu gehen; Φρυνίχου παλαίσματα, Ar. Ran. 689; auch in Prosa, Xen. Mem. 2, 1, 14.

Greek (Liddell-Scott)

πάλαισμα: [ᾰ], τό, τέχνασμα τοῦ παλαιστοῦ, τέχνασμα ἐν τῇ πάλῃ πρὸς πτῶσιν τοῦ ἀντιπάλου, παρὰ ἓν π. ἔδραμε νικᾶν Ἡρόδ. 9. 33· ἒν μὲν τόδ’ ἤδη τῶν τριῶν παλαισμάτων Αἰσχύλ. Εὐμ. 589· παλαίσματα, κατορθώματα παλαιστικά, Πινδ. Ο. 9. 20, Π. 49, Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β. 2) ἐπὶ παντὸς ἀγῶνος, ἀγών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 63, Εὐμ. 776, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 880, Εὐρ. Μήδ. 1214· παλαίσμαθ’ ἡμῶν ὁ βίος ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 550. 3) πᾶς δόλοςτέχνασμα, καθόλου, ὑπεκφυγή, Ἀριστοφάν. Βάτρ. 689, πρβλ. 878· π. δικαστηρίου, τέχνασμα δικαστικόν, Αἰσχίν. 83, 16· σόφισμα, καὶ π. τῶν ἀκουόντων Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 12· - ὦ Θετταλὸν π., λεγόμενον πρός τινα, Ἀθήν. 308Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 manœuvres d’un lutteur pour vaincre ses adversaires ; lutte d’athlètes ; lutte en gén.
2 p. ext. ruse, stratagème.
Étymologie: παλαίω.

English (Slater)

πᾰλαισμα (-άτων, -άτεσσι, -ασιν.)
   1 wrestling (bout) ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγ' ἐλελίζων (O. 9.13) παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς (P. 8.35) (ἄκων) ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμά- των αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον (N. 7.72) παλαισμάτων λάβε φροντίδ (N. 10.22)

Greek Monolingual

το (Α πάλαισμα) παλαίω
τέχνασμα παλαιστή που γίνεται με σκοπό να προκαλέσει την πτώση του αντιπάλου, παλαιστικό κόλπο
αρχ.
1. δόλος
2. τέχνασμαπάλαισμα τοῡτ' ἐστὶ δικαστηρίου», Αισχίν.)
3. πόλεμος
4. κάθε μορφή αγώνα
5. στον πληθ. τὰ παλαίσματα
α) παλαιστικά κατορθώματα
β) (για εικαστικές συνθέσεις) συμπλέγματα παλαιστών
6. μτφ. υπεκφυγή.