παραζεύγνυμι: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=attacher à côté.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ζεύγνυμι]]. | |btext=attacher à côté.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ζεύγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και παραζευγνύω ΜΑ<br />[[ζεύω]] [[μαζί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενώνω]] κάποιον [[μαζί]] με άλλον, [[παντρεύω]] («χρηστῷ πονηρὸν [[λέκτρον]] παραζευγνύναι», Ευρ)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] πολύ [[κοντά]] σε κάποιον («φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συντροφεύω]], [[ζευγαρώνω]] («παραζευγνυμένων σφίσιν έξ ἰδιωτῶν σπουδαίων καὶ δικαίων ἀνδρῶν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζεύγνυμι]] [[ζεύω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
and παραζευγνύω, aor. 2 Pass. παρεζύγην [ῠ] Epicur.Fr.59:—
A yoke beside, couple in marriage, χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον E.Fr.520; φρουρὼ π. φύλακε σώματος having set beside him, Id.Ion22:—Pass., to be coupled to another, γυνὴ ἐσθλὴ παραζευχθεῖσα καὶ σῴζει δόμους Id.Fr.1055.2, cf. Epicur. l.c.: c. dat., D.Prooem.55. 2 generally, associate, τί τινι Phld.Mus.p.71 K.:—Pass., to be associated in a task, PRyl.237.4 (iii A. D.); ἡ παρεζευγμένη χωλεία the associated lameness, Apollon.Cit.3.
German (Pape)
[Seite 478] u. παραζευγνύω (s. ζεύγνυμι), danebenjochen, anspannen, verbinden, Eur. Ion 22; auch γυνὴ παραζευχθεῖσα ἀνδρί, frg. bei Stob. Floril. 67, 8; und in späterer Prosa, δημοσίους αὐτοῖς δύο θεράποντας παραζεύξας, D. Hal. 4, 62; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παραζεύγνυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω, ζεύγνυμι πλησίον, συνάπτω εἰς γάμον, χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον Εὐρ. Ἀποσπ. 524· φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος, θεῖσα ἑκατέρωθεν δὺο φρουροὺς φύλακας τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 22. - Παθ., οἰκοφθόρον γὰρ ἄνδρα κωλεύει γυνὴ ἐσθλὴ παραζευχθεῖσα, καὶ σώζει δόμους Εὐρ. Ἀποσπ. 1041· μετὰ δοτ., Δημ. 1460, ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
attacher à côté.
Étymologie: παρά, ζεύγνυμι.
Greek Monolingual
και παραζευγνύω ΜΑ
ζεύω μαζί
αρχ.
1. ενώνω κάποιον μαζί με άλλον, παντρεύω («χρηστῷ πονηρὸν λέκτρον παραζευγνύναι», Ευρ)
2. τοποθετώ πολύ κοντά σε κάποιον («φρουρὼ παραζεύξασα φύλακε σώματος», Ευρ.)
3. συντροφεύω, ζευγαρώνω («παραζευγνυμένων σφίσιν έξ ἰδιωτῶν σπουδαίων καὶ δικαίων ἀνδρῶν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ζεύγνυμι ζεύω»].