παραποδίζω: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=entraver, empêcher ; <i>Pass.</i> être gêné pour qch, détourné de qch, τινος, [[πρός]] [[τι]], [[εἴς]] [[τι]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ποδίζω]]. | |btext=entraver, empêcher ; <i>Pass.</i> être gêné pour qch, détourné de qch, τινος, [[πρός]] [[τι]], [[εἴς]] [[τι]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ποδίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περιπλέκω]] τα πόδια<br /><b>2.</b> [[παρεμποδίζω]], [[δεσμεύω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>παραποδίζομαι</i><br />[[πέφτω]] σε [[πλάνη]], εξαπατώμαι («φοβούμενος τοὺς τῶν διαβαλλόντων λόγους, μή πη παραποδισθείη», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ποδίζω]] «[[δένω]] τα πόδια»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
A entangle the feet, fetter, tether : hence, generally, hinder, impede, Plb.2.28.8, 18.31.6 :—Pass., to be entangled, hampered, Pl.Lg.652b, Ep.330b, Plb.16.4.10, Gal.9.575 ; τῶν αἰσθήσεων -πεποδισμένων Metrod.Herc.831.5 ; π. εἴς or πρός τι, S.E.M.1.171, 193 ; τὴν ῥύμην τοῖ δρόμου Hld.10.30.
German (Pape)
[Seite 495] die Füße verstricken, übh. verwickeln, hindern; φοβούμενος, μή πη παραποδισθείη, Plat. Ep. VII, 330 b; μὴ παραποδισθῶμεν, Legg. II, 652 b, täuschen, wie Poll. erkl. παρατραπῶμεν, ἐξαπατηθῶμεν; Pol. παραποδίζειν τὴν τῶν ὅπλων χρείαν, 2, 28, 8; παραποδίζεσθαι πρὸς τὰς χρείας, S. Emp. adv. gramm. 193.
Greek (Liddell-Scott)
παραποδίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· - κυρίως, ὡς τὸ Λατ. impedio, περιπλέκω τοὺς πόδας· ὅθεν καθόλου, παρεμποδίζω, κωλύω, «ἐμποδὼν γίνομαι» κατὰ Σουΐδ., Πολύβ. 2. 28, 8, πρβλ. 16. 4, 10· - Παθητ., περιπλέκομαι, ἐμπλέκομαι, παγιδεύομαι, ἐξαπατῶμαι, προσέχοντες τὸν νοῦν μή πῃ παραποδισθῶμεν Πλάτ. Νόμ. 652Β (πρβλ. Πολυδ. Β΄, 194), Ἐπιστ. 330Β· π. εἴς ἢ πρός τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 171, 193· παραποδίζεσθαι τῆς κατὰ φύσιν ἐνεργείας Κλήμ. Ἀλ. 172· τὴν ῥύμην τοῦ δρόμου Ἡλιόδ. 10. 30.
French (Bailly abrégé)
entraver, empêcher ; Pass. être gêné pour qch, détourné de qch, τινος, πρός τι, εἴς τι.
Étymologie: παρά, ποδίζω.
Greek Monolingual
Α
1. περιπλέκω τα πόδια
2. παρεμποδίζω, δεσμεύω
3. παθ. παραποδίζομαι
πέφτω σε πλάνη, εξαπατώμαι («φοβούμενος τοὺς τῶν διαβαλλόντων λόγους, μή πη παραποδισθείη», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ποδίζω «δένω τα πόδια»].