περιπληθής: Difference between revisions
(Autenrieth) |
(32) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ές: [[very]] [[full]], [[populous]], Od. 15.405†. | |auten=ές: [[very]] [[full]], [[populous]], Od. 15.405†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> ο υπέρμετρα [[γεμάτος]] από ανθρώπους («νῆσός τις... οὔ τι περιπληθὴς [[λίην]] τόσον, ἀλλ' ἀγαθή», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]], [[πλήρης]] από [[κάτι]] («περιπληθέστατος καρπῶν», Φίλ.)<br /><b>3.</b> (για λόγο) αυτός που έχει ουσιαστικό [[περιεχόμενο]]<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] πολύ [[πλατύς]], [[υπερμεγέθης]] («εἰς [[σάρκα]] περιπληθῆ καὶ βαρείαν ἐνδεδωκώς», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]) <b>πρβλ.</b> <i>παμ</i>-<i>πληθής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A very full of people, νῆσος Od.15.405 ; of a speech, full of matter, Plu.Cat.Mi.5. 2 very full or large, σάρξ Id.Mar.34, cf. Luc.Anach.25: Comp. -έστερος Id.VH2.40. II very full of a thing, c. gen., καρπῶν Ph.2.494 (Sup.); σπέρματος Dsc.3.23 : c. dat., Opp.H.1.796, al.
German (Pape)
[Seite 588] ές, sehr voll, bes. sehr menschenreich, νῆσος Od. 15, 405, u. Sp., wie Luc. gymn. 25, sehr weit.
Greek (Liddell-Scott)
περιπληθής: -ές, ὁ παντάπασι πλήρης ἀνθρώπων, νῆσος Ὀδ. Ο. 405· ἐπὶ λόγου, πλήρης ὕλης ἢ οὐσίας, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 5. 2) λίαν μέγας, ὑπερμεγέθης, Λουκ. Ἀνάχ. 25, Πλουτ. Μάρ. 34· συγκρ. -έστερος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40. ΙΙ. πλήρης πράγματός τινος, μετὰ γεν., Φίλων 2. 494 ἐν τῷ ὑπερθ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. très plein, rempli de ; abs. plein de matière, substantiel (discours);
II. p. suite
1 populeux;
2 grand, gros.
Étymologie: περί, πλῆθος.
English (Autenrieth)
ές: very full, populous, Od. 15.405†.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. ο υπέρμετρα γεμάτος από ανθρώπους («νῆσός τις... οὔ τι περιπληθὴς λίην τόσον, ἀλλ' ἀγαθή», Ομ. Οδ.)
2. γεμάτος, πλήρης από κάτι («περιπληθέστατος καρπῶν», Φίλ.)
3. (για λόγο) αυτός που έχει ουσιαστικό περιεχόμενο
4. αυτός που είναι πολύ πλατύς, υπερμεγέθης («εἰς σάρκα περιπληθῆ καὶ βαρείαν ἐνδεδωκώς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πληθής (< πλῆθος) πρβλ. παμ-πληθής].