περιτείνω: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>Pass. ao.</i> περιετάθην, <i>pf.</i> περιτέταμαι;<br />tendre tout autour, acc. ; [[τι]] [[περί]] [[τι]] <i>ou</i> [[τί]] τινι tendre une chose autour d’une autre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τείνω]]. | |btext=<i>Pass. ao.</i> περιετάθην, <i>pf.</i> περιτέταμαι;<br />tendre tout autour, acc. ; [[τι]] [[περί]] [[τι]] <i>ou</i> [[τί]] τινι tendre une chose autour d’une autre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τείνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[τείνω]]<br /><b>1.</b> [[τεντώνω]] και [[απλώνω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περιτείνομαι</i><br />α) τεντώνομαι, εκτείνομαι πολύ<br />β) (για [[νερό]]) εξαπλώνομαι («τοῡ ὕδατος περὶ την γῆν περιτεταμένου», <b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) καλύπτομαι [[ολόγυρα]] από [[κάτι]] που [[είναι]] τεντωμένο («ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη», <b>Αριστοτ.</b>) δ) <b>ιατρ.</b> πρήζομαι, [[φουσκώνω]]<br />ε) προσαρμόζομαι, προσκολλώμαι [[σφιχτά]] («oἱ ὄνυχες περιτεταμένοι [[εἰσί]]» — τα νύχια [[είναι]] [[σφιχτά]] προσαρμοσμένα στα [[άκρα]], Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «περιτείνομαι περὶ ἀέρα» — εκτείνομαι στον αέρα. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
A stretch all round or over, π. τούτοισι (sc. τοῖσι νομεῦσἰ διφθέρας Hdt.1.194 ; ὠμοβοέην π. Id.4.65 ; περὶ ταῦτα (sc. τὰ ξύλἀ πίλους . . π. ib.73; ἐπὶ τράπεζαν ὕδατος κύαθον Arist.Mete.355b28 :— Pass., δέρμα περιτεταμένον tight-stretched, Hp.Prog.2, cf. Arist.HA 548b32, al.; νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης being spread round... Pl. Ti.66b, cf. Arist.Mete.354b24; ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη covered with a skin, Id.Fr.498; περιτετάσθαι τῷ κελύφει fit the pod tight, Thphr. CP4.12.11; ἡ κοιλία περιτείνεται is distended, Arist.HA591b2; οἱ ὄνυχες περιτεταμένοι εἰσίν become aduncate, Hp.Loc.Hom.14.
German (Pape)
[Seite 596] (s. τείνω), umspannen, darum, darüber spannen, τὶ περί τι, Her. 4, 73; νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης, Plat. Tim. 66 b; ὑμένα περιτείνουσι τῷ κόσμῳ, Plut. plac. phil. 2, 7; – nach allen Seiten oder sehr ausspannen und eine Geschwulst verursachen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
περιτείνω: τανύω καὶ ἁπλώνω τι ὁλόγυρα ἐπάνω εἴς τι, περιτείνουσι τούτοισι (δηλ. τοῖς νομεῦσι) διφθέρας, τανύουσι περὶ αὐτούς, ἔξωθεν δέρματα (νομεῖς δὲ εἶναι αἱ πλευραὶ πλοίου), Ἡρόδ. 1. 194· ὠμοβοέην περιτείνει 4. 65· περὶ ταῦτα (δηλ. τὰ ξύλα) πίλους... π. αὐτόθι 73. ― Παθ., δέρμα περιτεταμένον, ἰσχυρῶς ἐκτεταμένον, «τεντωμένον», Ἱππ. Προγν. 36, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 9, κ. ἀλλ.,· νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης, ἐκταθείσης εἰς τὸν ἀέρα.., Πλάτ. Τίμ. 66Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 6 καὶ 18· ὡσαύτως, ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη, ἔχουσα περικάλυμμα ἐκ δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 456· ἡ κοιλία περιτείνεται, τεντώνεται, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 27.
French (Bailly abrégé)
Pass. ao. περιετάθην, pf. περιτέταμαι;
tendre tout autour, acc. ; τι περί τι ou τί τινι tendre une chose autour d’une autre.
Étymologie: περί, τείνω.
Greek Monolingual
ΜΑ τείνω
1. τεντώνω και απλώνω κάτι ολόγυρα ή πάνω σε κάτι
2. παθ. περιτείνομαι
α) τεντώνομαι, εκτείνομαι πολύ
β) (για νερό) εξαπλώνομαι («τοῡ ὕδατος περὶ την γῆν περιτεταμένου», Αριστοτ.)
γ) καλύπτομαι ολόγυρα από κάτι που είναι τεντωμένο («ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη», Αριστοτ.) δ) ιατρ. πρήζομαι, φουσκώνω
ε) προσαρμόζομαι, προσκολλώμαι σφιχτά («oἱ ὄνυχες περιτεταμένοι εἰσί» — τα νύχια είναι σφιχτά προσαρμοσμένα στα άκρα, Ιπποκρ.)
3. φρ. α) «περιτείνομαι περὶ ἀέρα» — εκτείνομαι στον αέρα.