περισσόκομος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(6_17)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περισσόκομος''': -ον, ὁ [[ὑπερβαλλόντως]] κομῶν, μεγάλην καὶ πυκνὴν ἔχων κώμην, Ὀππ. Κ. 3. 317.
|lstext='''περισσόκομος''': -ον, ὁ [[ὑπερβαλλόντως]] κομῶν, μεγάλην καὶ πυκνὴν ἔχων κώμην, Ὀππ. Κ. 3. 317.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πάρα]] [[πολλά]] μαλλιά, [[μεγάλη]] και πυκνή [[κόμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>κομος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσόκομος Medium diacritics: περισσόκομος Low diacritics: περισσόκομος Capitals: ΠΕΡΙΣΣΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: perissókomos Transliteration B: perissokomos Transliteration C: perissokomos Beta Code: perisso/komos

English (LSJ)

ον,

   A exceeding hairy, Opp.C.3.317.

German (Pape)

[Seite 592] übermäßig haarig, Opp. Cyn. 3, 317.

Greek (Liddell-Scott)

περισσόκομος: -ον, ὁ ὑπερβαλλόντως κομῶν, μεγάλην καὶ πυκνὴν ἔχων κώμην, Ὀππ. Κ. 3. 317.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πάρα πολλά μαλλιά, μεγάλη και πυκνή κόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί-κομος].