πετασίτης: Difference between revisions

From LSJ

κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad

Source
(6_3)
(32)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πετᾰσίτης''': [ῑ] -ου, ([[πέτασος]]) φυτὸν ἔχον πλατὺ [[φύλλον]] ὅμοιον πετάσῳ, κοινῶς «κωλοπάννα» (ἐν Λακωνικῇ), Tussilago petasites, «[[πετασίτης]] [[μίσχος]] [[[μόσχος]]] ἐστί, μείζων πήχεως, δακτύλου [[πάχος]]· ἐφ’ οὗ [[φύλλον]] πετασῶδες μέγα, προσκείμενον [[ὥσπερ]] [[μύκης]]» Διοσκ. 4. 108.
|lstext='''πετᾰσίτης''': [ῑ] -ου, ([[πέτασος]]) φυτὸν ἔχον πλατὺ [[φύλλον]] ὅμοιον πετάσῳ, κοινῶς «κωλοπάννα» (ἐν Λακωνικῇ), Tussilago petasites, «[[πετασίτης]] [[μίσχος]] [[[μόσχος]]] ἐστί, μείζων πήχεως, δακτύλου [[πάχος]]· ἐφ’ οὗ [[φύλλον]] πετασῶδες μέγα, προσκείμενον [[ὥσπερ]] [[μύκης]]» Διοσκ. 4. 108.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ <b>βοτ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[σύνθετα]] με μεγάλα φύλλα καρδιόμορφα, ή πετασώδη, και με 15 [[περίπου]] είδη ανθεκτικών πολυετών ποωδών [[φυτών]] τών εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία στην [[Ελλάδα]] απαντά αυτοφυές το [[είδος]] Petasites hybridus, γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] κωλοπάνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτασος]] «πλατύ [[καπέλο]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>δενδρ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 604] ὁ, hutförmig, bes. eine Pflanze mit breitem, hutförmigem Blatte, tussilago petasites, Linn., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πετᾰσίτης: [ῑ] -ου, (πέτασος) φυτὸν ἔχον πλατὺ φύλλον ὅμοιον πετάσῳ, κοινῶς «κωλοπάννα» (ἐν Λακωνικῇ), Tussilago petasites, «πετασίτης μίσχος [[[μόσχος]]] ἐστί, μείζων πήχεως, δακτύλου πάχος· ἐφ’ οὗ φύλλον πετασῶδες μέγα, προσκείμενον ὥσπερ μύκης» Διοσκ. 4. 108.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ βοτ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σύνθετα με μεγάλα φύλλα καρδιόμορφα, ή πετασώδη, και με 15 περίπου είδη ανθεκτικών πολυετών ποωδών φυτών τών εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία στην Ελλάδα απαντά αυτοφυές το είδος Petasites hybridus, γνωστό με την κοινή ονομασία κωλοπάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτασος «πλατύ καπέλο» + επίθημα -ίτης (πρβλ. δενδρ-ίτης)].