πηνίκα: Difference between revisions
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv. interr.</i><br /><b>1</b> à quelle heure ? [[πηνίκα]] [[μάλιστα]] ; PLAT quelle heure est-il au plus ?;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> quand ? à quelle époque ?<br />'''Étymologie:''' *πός, [[ἡνίκα]]. | |btext=<i>adv. interr.</i><br /><b>1</b> à quelle heure ? [[πηνίκα]] [[μάλιστα]] ; PLAT quelle heure est-il au plus ?;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> quand ? à quelle époque ?<br />'''Étymologie:''' *πός, [[ἡνίκα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε ποιο ακριβώς [[χρονικό]] [[σημείο]], [[πότε]] ακριβώς («πηνίκ' ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πηνίκα]] [[μάλιστα]];» — τί ώρα [[περίπου]] [[είναι]]; (<b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πηνίκ' [[ἄττα]];» — [[κατά]] ποια ώρα [[περίπου]]; (<b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αντί]] του [[πότε]]; («[[πηνίκα]] πεύσεται... παρορώμενα», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- της ερωτηματ. αντων. (<b>πρβλ.</b> <i>ποίος</i>, [[πότερος]]) <span style="color: red;">+</span> χρον. σύνδ. [[ἡνίκα]] «ενώ, όταν»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
interrog. Adv. correl. to τηνίκα and ἡνίκα,
A at what precise point of time? at what hour? Luc.Sol.5; π. μάλιστα; about what o'clock is it? Pl.Cri.43a, cf. Aeschin.1.9, Plu.Cat.Mi.13; πηνίκ' ἄττα; at about what hour? Ar.Av.1514; in full, πηνίκ' ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας; ib.1498; π. τῆς νυκτός; Anon. ap. Suid. 2 in indirect questions, ἐρωτᾷ π. δεῖπνόν ἐστι Men.367. II generally, for πότε; when? D.18.313, Philostr.VA4.25, Luc.Tim.4, etc. 2 in an indirect question, φυλάττει πηνίκ' ἔσεσθε μεστοί D.18.308.
German (Pape)
[Seite 611] adv., wie an der Zeit? bei den Att. immer in Beziehung auf eine bestimmte Tageszeit, Morgen, Mittag, Abend; πηνίκ' ἐστὶ τῆς ἡμέρας; Ar. Av. 1498; Eccl. 827; Plat. Crit. A. πηνίκα μάλιστα; Folgde, z. B. Luc. soloec. 5; Phryn. p. 49 πηνίκα μὴ εἴπῃς ἀντὶ τοῦ πότε· ἔστι γὰρ ὥρας δηλωτικόν, wo Lob. zu vergleichen.
Greek (Liddell-Scott)
πηνίκα: Ἐπίρρ. ἐρωτηματ. συσχετ. τῶν λέξεων τηνίκα καὶ ἡνίκα, κυρίως κατὰ ποῖον χρονικὸν σημεῖον, κατὰ ποίαν ὥραν; Λατ. quota hora? Λουκ. Σολοικ. 5, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 50, (ἐν ᾧ διὰ τοῦ πότε ἐρωτᾶται καθόλου ὁ χρόνος), πηνίκα μάλιστα· τί ὥρα περίπου εἶναι; Πλάτ. Κρίτων ἐν ἀρχ., πρβλ. Αἰσχίν. 2. 16, Πλούτ. Κάτων Πρεσβύτ. 13· οὕτω, πηνίκ’ ἄττα; κατὰ ποίαν περίπου ὥραν; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1514· πλῆρες: πηνίκ᾿ ἐστὶ τῆς ἡμέρας; αὐτόθι 1498· π. τῆς νυκτός; Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 2) εἰς πλαγίας ἐρωτήσεις, οὐκ ἐρωτᾷ πηνίκα δεῖπνόν ἐστι Μένανδρ. ἐν «Ὀργῇ» 3. ΙΙ. καθόλου ἀντὶ τοῦ πότε; Δημ. 329. 23, Φιλόστρ. 165, Λουκ. Τίμων 4, κτλ. 2) οὕτως εἰς πλαγ. ἐρωτήσεις, φυλάττει πηνίκ᾿ ἔσεσθε μεστοὶ Δημ. 328. 6.
French (Bailly abrégé)
adv. interr.
1 à quelle heure ? πηνίκα μάλιστα ; PLAT quelle heure est-il au plus ?;
2 postér. quand ? à quelle époque ?
Étymologie: *πός, ἡνίκα.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. σε ποιο ακριβώς χρονικό σημείο, πότε ακριβώς («πηνίκ' ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας;», Αριστοφ.)
2. φρ. «πηνίκα μάλιστα;» — τί ώρα περίπου είναι; (Πλάτ.)
3. φρ. «πηνίκ' ἄττα;» — κατά ποια ώρα περίπου; (Αριστοφ.)
4. αντί του πότε; («πηνίκα πεύσεται... παρορώμενα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- της ερωτηματ. αντων. (πρβλ. ποίος, πότερος) + χρον. σύνδ. ἡνίκα «ενώ, όταν»].