πλάνημα: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> action d’errer;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> égarement.<br />'''Étymologie:''' [[πλανάω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> action d’errer;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> égarement.<br />'''Étymologie:''' [[πλανάω]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[πλανώμαι]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[περιπλάνηση]] («πρὸς αὐτό δ' [[εἶμι]] [[τέρμα]] σῶν πλανημάτων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ανησυχία]] («ψυχῆς [[πλάνημα]] κἀνακίνησις φρενῶν», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνημα Medium diacritics: πλάνημα Low diacritics: πλάνημα Capitals: ΠΛΑΝΗΜΑ
Transliteration A: plánēma Transliteration B: planēma Transliteration C: planima Beta Code: pla/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A wandering, A.Pr. 828; π. ψυχῆς S.OT727.

German (Pape)

[Seite 624] τό, 1) das Irren, der Irrgang; ψυχῆς πλάνημα καὶ ἀνακίνησις φρενῶν, Soph. O. R. 727; τέρμα σῶν πλανημάτων, Aesch. Prom. 830. – 2) übertr., der Irrthum, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλάνημα: [ᾰ], τό, πλάνη, περιπλάνησις, Αἰσχύλ. Πρ. 828· πλ. ψυχῇς Σοφ. Ο. Τ. 727.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 action d’errer;
2 fig. égarement.
Étymologie: πλανάω.

Greek Monolingual

τὸ, Α πλανώμαι
(ποιητ. τ.)
1. περιπλάνηση («πρὸς αὐτό δ' εἶμι τέρμα σῶν πλανημάτων», Αισχύλ.)
2. μτφ. ανησυχία («ψυχῆς πλάνημα κἀνακίνησις φρενῶν», Σοφ.).