πολυχρόνιος: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui dure depuis longtemps.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χρόνος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui dure depuis longtemps.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χρόνος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[πολυχρόνιος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει για πολύ χρόνο, [[παλαιός]], [[αρχαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί πολύ, [[πολύχρονος]], [[μακροχρόνιος]] («[[μέσα]] σε πολυχρόνια και πολυμήχανη [[πολιορκία]]», Παπαντ.)<br /><b>3.</b> αυτός που αργεί να εγκαταλείψει [[κάτι]], που παραμένει για πολύ<br /><b>4.</b> αυτός που ζει [[πολλά]] [[χρόνια]], [[μακρόβιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολυχρόνιον</i>)<br /><b>(λειτ.)</b> [[ευχετήριος]] ύμνος [[κατά]] τη Θεία Λειτουργία [[υπέρ]] μακροημερεύσεως πολιτικών ή εκκλησιαστικών αρχόντων<br /><b>μσν.</b><br />λεγόταν ως [[ευχή]] για την [[μακροβιότητα]] κάποιου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυχρονίως</i> Α<br />για πολύ, για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χρόνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[χρόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραχυ</i>-[[χρόνιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of olden time, ancient, h.Merc. 125. 2 of long standing, τὴν πολυχρονίων (leg. -χρόνιον) Μαρμαριτῶν θρασύτητα Sammelb.6026 (Cyrenaica, iii A.D.). II lasting for long, νουσήματα Hp.Aph.4.23, cf.7.6; μουναρχίη Hdt.1.55; π. ἔχειν τὴν ζωήν Arist.Long.464b25; ἀρχαί Id.Pol.1299a7 (Comp.); opp. αἰώνιος, Epicur.Sent.28; βιότω τέρμα long-protracted, Call.Lav. Pall.128; πολιορκίαι Onos.38.6; πλέγμα AP5.254.14 (Paul. Sil.): Comp., Hp.Fract.10, Pl.Ti.75b: Sup., τὰ -ώτατα τῶν ἀνθρωπίνων X.Mem.1.4.16. Adv. -ίως dub. l. in Hp.Ep.17. 2 long-lived, Arist.HA29b32, al.: Comp. -ώτερος Pl.Phd.87c, Arist.HA613a25, Thphr.CP5.18.4: Sup. -ώτατος, αἷμα Call.Del.282, cf. Dam.Pr. 23.
German (Pape)
[Seite 677] von langer Zeit, lange dauernd, alt; H. h. Merc. 125; Her. 1, 55; Plat. Tim. 75 b; Xen. Mem. 1, 4, 16; Pol. oft u. a. Sp.; Compar., Pol. 1, 13, 11; Superl., 37, 3, 2, wie Callim. Del. 282; πολυχρονιώτερος τῆς εἱμαρμένης, Polem. 2, 12.
Greek (Liddell-Scott)
πολυχρόνιος: -ον, ὁ ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπάρχων, ὁ ἐκ παλαιοῦ, παλαιός, ἀρχαῖος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἀνθ. Π. 5, 255· οὕτω παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἡρόδ. 1. 55, Ἱππ. Ἀφ. 1250 (νόσημα), Πλάτ. Τίμ. 75Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 16. ΙΙ. ὁ ἐπὶ μακρὸν διαρκῶν, διαμένων, π. ἔχειν τὴν ζωὴν Ἀριστ. π. Μακροβιότ. 1. 2· ἀρχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 4. 15, 1· βιότου τέρμα, ἐπὶ μακρὸν παραταθέν, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 128. 2) ἐπὶ ζῴων, ὁ ἐπὶ μακρὸν ζῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 9 κ. ἀλλ. ― συγκρ. -ώτερος, Ἱππ. Ἀγμ. 758, Πλάτ. Φαίδων 87C, κτλ.· ὑπερθ. -ώτατος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 16, Καλλ. εἰς Δῆλ. 282. ― Ἐπίρρ. -ίως, Ἱππ. Ἐπιστ. 1282. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dure depuis longtemps.
Étymologie: πολύς, χρόνος.
Greek Monolingual
-α, -ο / πολυχρόνιος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που υπάρχει για πολύ χρόνο, παλαιός, αρχαίος
2. αυτός που διαρκεί πολύ, πολύχρονος, μακροχρόνιος («μέσα σε πολυχρόνια και πολυμήχανη πολιορκία», Παπαντ.)
3. αυτός που αργεί να εγκαταλείψει κάτι, που παραμένει για πολύ
4. αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το πολυχρόνιον)
(λειτ.) ευχετήριος ύμνος κατά τη Θεία Λειτουργία υπέρ μακροημερεύσεως πολιτικών ή εκκλησιαστικών αρχόντων
μσν.
λεγόταν ως ευχή για την μακροβιότητα κάποιου.
επίρρ...
πολυχρονίως Α
για πολύ, για μεγάλο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. βραχυ-χρόνιος.