προλοχίζω: Difference between revisions
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f. att.</i> προλοχιῶ;<br /><b>1</b> garnir d’embuscades auparavant : [[τὰς]] ὁδούς THC dresser d’avance une embuscade sur une route;<br /><b>2</b> tendre d’avance une embuscade.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[λοχίζω]]. | |btext=<i>f. att.</i> προλοχιῶ;<br /><b>1</b> garnir d’embuscades auparavant : [[τὰς]] ὁδούς THC dresser d’avance une embuscade sur une route;<br /><b>2</b> tendre d’avance une embuscade.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[λοχίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[ενέδρα]] εκ τών προτέρων («καὶ τὰς προλελοχισμένας ἐνέδρας διεφθείροντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] άνδρες σε [[ενέδρα]] [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> [[περικυκλώνω]] με [[ενέδρα]] και [[καταλαμβάνω]] ένα [[μέρος]] («πέμπει... τοῡ στρατοῡ [[μέρος]] τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῡντας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἡ νὺξ προλοχίζεται ὑπό τινος» — στήνονται εκ τών προτέρων ενέδρες [[κατά]] τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λοχίζω]] «[[στήνω]] [[ενέδρα]], παραφυλάω»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A lay an ambuscade beforehand, J.BJ1.4.4, 4.9.8 (s.v.l.): c. acc. cogn., π. τινὰς ἐνέδρας Hld.6.13:—Pass., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι the ambush that had before been laid, Th.3.112; but also προλοχίζοιντο αἱ νύκτες ὑπὸ τῶν βαρβάρων J.BJ1.13.4 (dub. l.). 2 place men in ambuscade, Id.AJ5.2.11, BJ1.2.2. II beset with an ambuscade, πέμπει . . τοῦ στρατοῦ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῦντας Th.3.110, cf. Plu.Sert.13; also π. τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Th.2.81.
German (Pape)
[Seite 733] vorher einen Hinterhalt legen; τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις, Thuc. 2, 81; αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι, 3, 112; ἐνέδρας, Heliod. 6, 13; auch τὴν ὁδόν, Thuc. 3, 110; Plut. Sert. 13, vorher auf dem Wege einen Hinterhalt legen; vgl. Achill. Tat. 2, 18 u. daselbst Jac.
Greek (Liddell-Scott)
προλοχίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, στήνω ἐνέδραν ἐκ τῶν προτέρων, μετὰ συστοίχ. αἰτ., προλοχίζουσί τινας ἐνέδρας Ἡλιόδ. 6. 13· ― Παθ., αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι Θουκ. 3. 112. 2) τοπθετῶ ἄνδρας εἰς ἐνέδραν πρότερον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 2, 11, Ἰουδ. Πόλ. 1. 2, 2. ΙΙ. προκαταλαμβάνω μέρος τι καὶ στήνω ἐκεῖ ἐνέδρας, πέμπει... τοῦ στρατοῦ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῦντας Θουκ. 3. 110, πρβλ. Πλουτ. Σερτώρ. 13· ὡσαύτως πρ. τὰ περὶ τὴν πόλιν ἐνέδραις Θουκ. 2. 81.
French (Bailly abrégé)
f. att. προλοχιῶ;
1 garnir d’embuscades auparavant : τὰς ὁδούς THC dresser d’avance une embuscade sur une route;
2 tendre d’avance une embuscade.
Étymologie: πρό, λοχίζω.
Greek Monolingual
Α
1. στήνω ενέδρα εκ τών προτέρων («καὶ τὰς προλελοχισμένας ἐνέδρας διεφθείροντο», Θουκ.)
2. τοποθετώ άνδρες σε ενέδρα προηγουμένως
3. περικυκλώνω με ενέδρα και καταλαμβάνω ένα μέρος («πέμπει... τοῡ στρατοῡ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῡντας», Θουκ.)
4. φρ. «ἡ νὺξ προλοχίζεται ὑπό τινος» — στήνονται εκ τών προτέρων ενέδρες κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λοχίζω «στήνω ενέδρα, παραφυλάω»].