προορίζω: Difference between revisions
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
(T22) |
(34) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist προορισα; 1st aorist [[passive]] participle προορισθεντες; to predetermine, [[decide]] [[beforehand]], Vulg. ([[except]] in Acts) praedestino (R. V. to foreordain): in the N. T. of God decreeing from [[eternity]], followed by an accusative [[with]] the infinitive τί, [[with]] the [[addition]] of [[πρό]] [[τῶν]] αἰώνων τινα, [[with]] a [[predicate]] acc, to foreordain, [[appoint]] [[beforehand]], τινα [[εἰς]] τί, [[one]] to [[obtain]] a [[thing]]. προορισθεντες [[namely]], κληρωθῆναι, Heliodorus and ecclesiastical writings. (Ignatius ad Eph. tit.)) | |txtha=1st aorist προορισα; 1st aorist [[passive]] participle προορισθεντες; to predetermine, [[decide]] [[beforehand]], Vulg. ([[except]] in Acts) praedestino (R. V. to foreordain): in the N. T. of God decreeing from [[eternity]], followed by an accusative [[with]] the infinitive τί, [[with]] the [[addition]] of [[πρό]] [[τῶν]] αἰώνων τινα, [[with]] a [[predicate]] acc, to foreordain, [[appoint]] [[beforehand]], τινα [[εἰς]] τί, [[one]] to [[obtain]] a [[thing]]. προορισθεντες [[namely]], κληρωθῆναι, Heliodorus and ecclesiastical writings. (Ignatius ad Eph. tit.)) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[ὁρίζω]]<br />[[ορίζω]] εκ τών προτέρων για έναν σκοπό, [[αποφασίζω]] από [[πριν]], [[προαποφασίζω]], [[κανονίζω]] από [[πριν]], [[προδιαγράφω]] (α. «προορίζει τον γιο του για γιατρό» β. «ὅσα ἡ [[χείρ]] σου καὶ ἡ [[βουλή]] σου προώρισε [[γενέσθαι]]», ΚΔ<br />γ. «ἡμέραν προορίσαι, Ηλιόδ.) || (νεοελλ.-μσν.) [[ξεχωρίζω]] κάποιον, τον [[εκλέγω]] για [[κάτι]] σημαντικό (α. «τον προόριζε ο Θεός για μάρτυρα» β. «ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν προωρισμένην τε καὶ ἐκλελεγμένην», Μηναί.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A determine beforehand, ἡμέραν Hld.7.24; predetermine, predestine, ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν Ep.Eph.1.5; τι γενέσθαι Act.Ap.4.28; τινὰς συμμόρφους (sc. γενέσθαι) Ep.Rom.8.29.
German (Pape)
[Seite 737] vorher bestimmen, Sp., wie N. T.; begränzen; med. sich vorher den Werth bestimmen, sich ein Grundstück hypothekarisch versichern lassen (s. ὅροι), Dem. τὴν οἰκίαν προωρίσατο δισχιλίων, 31, 4, wo Bekker προσωρίσατο lies't.
Greek (Liddell-Scott)
προορίζω: ὁρίζω ἐκ τῶν προτέρων, ἡμέραν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἡλιοδ.· ὁρίζω ἐκ τῶν προτέρων, προαποφασίζω, τινὰς εἴς τι Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. α΄, 5· τὶ γενέσθαι Πράξεις Ἀπ. δ΄, 28· τινὰ σύμμορφον (ἐξυπ. γενέσθαι) Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. η΄, 29. ― Μέσ., σημειῶ τι ἐκ τῶν προτέρων, διάφ. γραφ. ἀντὶ προσωρίσατο παρὰ Δημ., ἴδε ἐν λέξ. προσορίζω.
French (Bailly abrégé)
déterminer ou fixer auparavant.
Étymologie: πρό, ὁρίζω.
English (Strong)
from πρό and ὁρίζω; to limit in advance, i.e. (figuratively) predetermine: determine before, ordain, predestinate.
English (Thayer)
1st aorist προορισα; 1st aorist passive participle προορισθεντες; to predetermine, decide beforehand, Vulg. (except in Acts) praedestino (R. V. to foreordain): in the N. T. of God decreeing from eternity, followed by an accusative with the infinitive τί, with the addition of πρό τῶν αἰώνων τινα, with a predicate acc, to foreordain, appoint beforehand, τινα εἰς τί, one to obtain a thing. προορισθεντες namely, κληρωθῆναι, Heliodorus and ecclesiastical writings. (Ignatius ad Eph. tit.))
Greek Monolingual
ΝΜΑ ὁρίζω
ορίζω εκ τών προτέρων για έναν σκοπό, αποφασίζω από πριν, προαποφασίζω, κανονίζω από πριν, προδιαγράφω (α. «προορίζει τον γιο του για γιατρό» β. «ὅσα ἡ χείρ σου καὶ ἡ βουλή σου προώρισε γενέσθαι», ΚΔ
γ. «ἡμέραν προορίσαι, Ηλιόδ.)