Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσαγωγός: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui amène à, inf. ; <i>abs.</i> persuasif;<br /><i>Cp.</i> προσαγωγότερος.<br />'''Étymologie:''' [[προσάγω]].
|btext=ός, όν :<br />qui amène à, inf. ; <i>abs.</i> persuasif;<br /><i>Cp.</i> προσαγωγότερος.<br />'''Étymologie:''' [[προσάγω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ό / [[προσαγωγός]], -όν, ΝΑ [[προσάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πλησιάζει ένα [[πράγμα]] [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]] («προσαγωγοί μύες»<br />[ανατ.] μύες που φέρνουν ένα [[τμήμα]] του σώματος [[προς]] το [[μέσο]] επίπεδο ή [[προς]] τον άξονα ενός άκρου και, ειδικότερα, [[τρεις]] ισχυροί μύες του μηρού, ο [[μακρός]] [[προσαγωγός]], ο [[βραχύς]] [[προσαγωγός]] και ο [[μέγας]] [[προσαγωγός]])<br /><b>2.</b> (ανατ. -ιατρ.) [[χαρακτηρισμός]] ανατομικών στοιχείων που η [[λειτουργία]] τους ασκείται από την [[περιφέρεια]] [[προς]] το [[κέντρο]] ενός οργάνου, όπως [[είναι]] λ.χ. τα προσαγωγά αρτηρίδια τών μαλπιγγιανών σωματίων τών νεφρών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διακρίνεται για την ικανότητά του να προσάγει, [[θελκτικός]], [[ελκυστικός]] ή [[πειστικός]] («ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ αληθέστερον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διεγερτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[προσαγωγός]]<br /><b>πιθ.</b> [[προσαγωγεύς]].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰγωγός Medium diacritics: προσαγωγός Low diacritics: προσαγωγός Capitals: ΠΡΟΣΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: prosagōgós Transliteration B: prosagōgos Transliteration C: prosagogos Beta Code: prosagwgo/s

English (LSJ)

όν,

   A attractive, persuasive, τῇ ἀκροάσει Th.1.21 (Comp.); τὸ αὑτοῦ π. Pl.Def.415a; προσαγωγὸν μειδιᾶν Luc.DDeor.20.11: c. gen., exciting, π. ἐπιθυμιῶν αἰσχρῶν τέχναι D.H.2.28.    II Subst., = προσαγωγεύς 11, prob. in Anon.Hist. (FGrH153) p.825J.

German (Pape)

[Seite 747] zuführend, anziehend, reizend; Plat. def. 414 e; ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληθέστερον ξυνέθεσαν, Thuc. 1, 21, Schol. ἡδύτερον ὃ προσάγει; Sp., wie Luc. D. D. 20, 11.

Greek (Liddell-Scott)

προσαγωγός: -όν, ὡς τὸ ἐπαγωγός, ἑλκυστικός, θελκτικός, πειστικός, Θουκ. 1. 21, πρβλ. Πλάτ. Ὅρ. 414Ε˙ προσαγωγὸν μειδιᾶν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 11˙ μετὰ γεν., διεγείρων, διεγερτικός, πρ. ἐπιθυμιῶν τέχναι Διον. Ἁλ. 2. 28.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui amène à, inf. ; abs. persuasif;
Cp. προσαγωγότερος.
Étymologie: προσάγω.

Greek Monolingual

-ό / προσαγωγός, -όν, ΝΑ προσάγω
νεοελλ.
1. αυτός που πλησιάζει ένα πράγμα προς κάτι άλλο («προσαγωγοί μύες»
[ανατ.] μύες που φέρνουν ένα τμήμα του σώματος προς το μέσο επίπεδο ή προς τον άξονα ενός άκρου και, ειδικότερα, τρεις ισχυροί μύες του μηρού, ο μακρός προσαγωγός, ο βραχύς προσαγωγός και ο μέγας προσαγωγός)
2. (ανατ. -ιατρ.) χαρακτηρισμός ανατομικών στοιχείων που η λειτουργία τους ασκείται από την περιφέρεια προς το κέντρο ενός οργάνου, όπως είναι λ.χ. τα προσαγωγά αρτηρίδια τών μαλπιγγιανών σωματίων τών νεφρών
αρχ.
1. αυτός που διακρίνεται για την ικανότητά του να προσάγει, θελκτικός, ελκυστικός ή πειστικός («ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ αληθέστερον», Θουκ.)
2. διεγερτικός
3. το αρσ. ως ουσ. προσαγωγός
πιθ. προσαγωγεύς.