προσαναστέλλω: Difference between revisions
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ramener à soi.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀναστέλλω]]. | |btext=ramener à soi.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀναστέλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανακόπτω]], [[εμποδίζω]] επί [[πλέον]] («περιλαβὼν ταῑς ἡνίαις τὸν χαλινὸν [[ἄνευ]] πληγῆς καὶ σπαραγμοῡ προσανέστειλεν [τὸν ἵππον]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαπλάσσω]], [[σχηματίζω]] τα ρουθούνια βρέφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναστέλλω]] «[[συγκρατώ]], [[αναχαιτίζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A hold in, get under control, τὸν ἵππον Plu.Alex.6; mould an infant's nostrils, Sor.1.103.
German (Pape)
[Seite 750] noch dazu anhalten, hemmen, Plut. Alex. 6.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναστέλλω: ἀναστέλλω, κρατῶ ὀπίσω προσέτι, τὸν ἵππον Πλουτ. Ἀλέξ. 6.
French (Bailly abrégé)
ramener à soi.
Étymologie: πρός, ἀναστέλλω.
Greek Monolingual
Α
1. ανακόπτω, εμποδίζω επί πλέον («περιλαβὼν ταῑς ἡνίαις τὸν χαλινὸν ἄνευ πληγῆς καὶ σπαραγμοῡ προσανέστειλεν [τὸν ἵππον]», Πλούτ.)
2. διαπλάσσω, σχηματίζω τα ρουθούνια βρέφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναστέλλω «συγκρατώ, αναχαιτίζω»].