πρόσθημα: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on applique;<br /><b>2</b> ce qu’on approche;<br /><b>3</b> ce qu’on ajoute, appendice.<br />'''Étymologie:''' [[προστίθημι]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on applique;<br /><b>2</b> ce qu’on approche;<br /><b>3</b> ce qu’on ajoute, appendice.<br />'''Étymologie:''' [[προστίθημι]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ, και [[πρόσθεμα]] Α [[προστίθημι]]<br />ό,τι προστίθεται σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσθήκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικον.)</b> [[φύλλο]] που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό [[φύλλο]] δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> το [[πρόσφυμα]]<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> το ανώτερο [[τμήμα]] της φυλλοειδούς ρινικής απόφυσης μερικών θηλαστικών της οικογένειας [[χειρόπτερα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αγροτεμάχιο που προστίθεται με [[αγορά]], [[διαθήκη]], ή άλλον τρόπο σε [[άλλη]] [[έκταση]]<br /><b>3.</b> το [[πέος]]<br /><b>4.</b> [[υπόθετο]] στη [[μήτρα]] ή στον πρωκτό για θεραπευτικούς σκοπούς<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ πυγιαῑα».
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσθημα Medium diacritics: πρόσθημα Low diacritics: πρόσθημα Capitals: ΠΡΟΣΘΗΜΑ
Transliteration A: prósthēma Transliteration B: prosthēma Transliteration C: prosthima Beta Code: pro/sqhma

English (LSJ)

ατος, τό,= foreg. 1.1, E.El.193 (lyr.), X.Mem.3.10.13.    2 = πρόσθεμα 111, Hp.Nat.Mul.32.

German (Pape)

[Seite 766] τό, = πρόσθεμα; Eur. El. 192; bei Xen. Mem. 3, 10, 13 dem φόρημα entgeggstzt.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσθημα: τό, = προσθήκη Ι, Εὐρ. Ἠλ. 191, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce qu’on applique;
2 ce qu’on approche;
3 ce qu’on ajoute, appendice.
Étymologie: προστίθημι.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και πρόσθεμα Α προστίθημι
ό,τι προστίθεται σε κάτι άλλο, προσθήκη
νεοελλ.
1. (οικον.) φύλλο που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό φύλλο δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις
2. γραμμ. το πρόσφυμα
3. ζωολ. το ανώτερο τμήμα της φυλλοειδούς ρινικής απόφυσης μερικών θηλαστικών της οικογένειας χειρόπτερα
αρχ.
1. αγροτεμάχιο που προστίθεται με αγορά, διαθήκη, ή άλλον τρόπο σε άλλη έκταση
3. το πέος
4. υπόθετο στη μήτρα ή στον πρωκτό για θεραπευτικούς σκοπούς
5. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ πυγιαῑα».