προσκαρτέρησις: Difference between revisions
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(T22) |
(35) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=προσκαρτερησεως, ἡ, ([[προσκαρτερέω]]), [[perseverance]]: Λεξ. ἀθης. [[under]] the [[word]]). | |txtha=προσκαρτερησεως, ἡ, ([[προσκαρτερέω]]), [[perseverance]]: Λεξ. ἀθης. [[under]] the [[word]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[προσκαρτερῶ]]<br />[[καρτερία]] και [[επιμονή]] σε [[κάτι]] («ἀγρυπνοῡντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει περὶ πάντων τῶν ἁγίων», ΚΔ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A perseverance, patience, Phld.Rh.1.11 S., Ep.Eph.6.18.
German (Pape)
[Seite 767] ἡ, Beharrlichkeit, Ausdauer bei Etwas, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαρτέρησις: ἡ, τὸ προσκαρτερεῖν, Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. ςϳ, 18.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
constance, assiduité.
Étymologie: προσκαρτερέω.
English (Strong)
from προσκαρτερέω; persistancy: perseverance.
English (Thayer)
προσκαρτερησεως, ἡ, (προσκαρτερέω), perseverance: Λεξ. ἀθης. under the word).
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α προσκαρτερῶ
καρτερία και επιμονή σε κάτι («ἀγρυπνοῡντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει περὶ πάντων τῶν ἁγίων», ΚΔ.).