προσνήχομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=nager vers, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], νήχομαι. | |btext=nager vers, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], νήχομαι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> [[κολυμπώ]] ή [[πλέω]] [[προς]] έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> [[προσεγγίζω]] κάποιον κολυμπώντας<br /><b>3.</b> (για [[νερό]]) χύνομαι με [[ορμή]] και [[πλημμυρίζω]] έναν [[τόπο]], [[προσκλύζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[νήχομαι]] «[[κολυμπώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A swim towards, ἐς . . Call.Del.47: c. dat., D.S.3.21, Plu.Mar.37, etc. II of water, in Act., dash upon, προσένᾱχε θάλασσα Theoc.21.18.
Greek (Liddell-Scott)
προσνήχομαι: ἀποθ., νήχομαι πρός τι, ἐς…, Καλλ. εἰς Δῆλ. 47· μετὰ δοτ., Διόδ. 3. 21, Πλουτ. Μάρ. 37, κτλ. ΙΙ. ὡσαύτως ἐπὶ ὕδατος, ἐφορμῶ, προσένᾱχε θάλασσα ἀμφίβ. παρὰ Θεοκρ. 21. 48.
French (Bailly abrégé)
nager vers, τινι.
Étymologie: πρός, νήχομαι.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.)
1. κολυμπώ ή πλέω προς έναν τόπο
2. προσεγγίζω κάποιον κολυμπώντας
3. (για νερό) χύνομαι με ορμή και πλημμυρίζω έναν τόπο, προσκλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + νήχομαι «κολυμπώ»].