πρωτόδαμνος: Difference between revisions

From LSJ

Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοίPylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)

Source
(6_18)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτόδαμνος''': -ον, ὁ πρώτην φορὰν δαμασθείς, ἡμερωθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄδαμνος.
|lstext='''πρωτόδαμνος''': -ον, ὁ πρώτην φορὰν δαμασθείς, ἡμερωθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄδαμνος.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που δαμάστηκε για πρώτη [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δαμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>τοξό</i>-<i>δαμνος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόδαμνος Medium diacritics: πρωτόδαμνος Low diacritics: πρωτόδαμνος Capitals: ΠΡΩΤΟΔΑΜΝΟΣ
Transliteration A: prōtódamnos Transliteration B: prōtodamnos Transliteration C: protodamnos Beta Code: prwto/damnos

English (LSJ)

ον,

   A first-tamed, Hsch. s.v. ἄδαμνον.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόδαμνος: -ον, ὁ πρώτην φορὰν δαμασθείς, ἡμερωθείς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄδαμνος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που δαμάστηκε για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -δαμνος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. τοξό-δαμνος].