πυράμη: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(6_3) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠράμη''': [ῠ], ἡ, = ἄμη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 298. | |lstext='''πῠράμη''': [ῠ], ἡ, = ἄμη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 298. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ, και πυράμμη Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκάφη]] τών σιδηρουργών [[μέσα]] στην οποία σβήνεται σε [[νερό]] ο πυρακτωμένος [[σίδηρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />σκαπτικό γεωργικό [[εργαλείο]], [[φτυάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἄμη</i> «σκαπτικό γεωργικό [[εργαλείο]], [[φτυάρι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,= ἄμη, Sch.Ar.Pax 298 (pl.); =
A vatillum, Gloss.; written πυράμμη, ib.
German (Pape)
[Seite 820] ἡ, = ἄμη, Feuereimer, Erkl. der Schol. Ar. Pax 299. 426, neugriechisch.
Greek (Liddell-Scott)
πῠράμη: [ῠ], ἡ, = ἄμη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 298.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και πυράμμη Α
νεοελλ.
σκάφη τών σιδηρουργών μέσα στην οποία σβήνεται σε νερό ο πυρακτωμένος σίδηρος
αρχ.
σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἄμη «σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι»].