πύανος: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(Bailly1_4)
(35)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />fève, <i>fruit</i> ; gros grain d’orge mondé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κύανος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />fève, <i>fruit</i> ; gros grain d’orge mondé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κύανος]].
}}
{{grml
|mltxt=και λακων. τ. πούαμος, ό, και ετερογ. πληθ. πύανα, τὰ, Α<br /><b>1.</b> [[έδεσμα]] από βρασμένο [[σιτάρι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πύανοι</i><br />οι κύαμοι, τα [[κουκιά]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πούαμος<br />κύαμοι ἑφθοί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[κύαμος]], [[χωρίς]] όμως να [[είναι]] δυνατόν να καθοριστεί η [[ακριβής]] ετυμολογική τους [[σχέση]]. Κατά μία [[άποψη]], [[αρχικός]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[ένας]] [[αμάρτυρος]] τ. <i>πύαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>pu</i>-/ <i>peu</i>-, ηχομιμητικός τ. που αποδίδει τον ήχο του φαγητού που βράζει), απ' όπου και προήλθαν οι τ. [[πύανος]] και [[κύαμος]] με διαφορετικού είδους ανομοιώσεις].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύᾰνος Medium diacritics: πύανος Low diacritics: πύανος Capitals: ΠΥΑΝΟΣ
Transliteration A: pýanos Transliteration B: pyanos Transliteration C: pyanos Beta Code: pu/anos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,= ὁλόπυρος, Heliod.Hist.3, cf. Poll.6.61; but Lacon. πούανοι,

   A = κύαμοι ἑφθοί, Hsch.; neut. pl. πύανα, Hp.Mul.2.113 (one cod.); cf.sq.

Greek (Liddell-Scott)

πύᾰνος: ὁ, παλαιοτέρα λέξις ἀντὶ τῆς μεταγεναστ. ὁλόπυρος, Ἡλιόδ. παρ’ Ἀθην. 406C, Πολυδ. Ϛ΄, 61· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ λακων. -πούανος διὰ τοῦ κύαμοι ἑφθοί, ἴδε ἐν λέξ. Πυανέψια· πρβλ. Εὐστ. 1283. 10, Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fève, fruit ; gros grain d’orge mondé.
Étymologie: DELG κύανος.

Greek Monolingual

και λακων. τ. πούαμος, ό, και ετερογ. πληθ. πύανα, τὰ, Α
1. έδεσμα από βρασμένο σιτάρι
2. στον πληθ. οἱ πύανοι
οι κύαμοι, τα κουκιά
3. (κατά τον Ησύχ.) «πούαμος
κύαμοι ἑφθοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κύαμος, χωρίς όμως να είναι δυνατόν να καθοριστεί η ακριβής ετυμολογική τους σχέση. Κατά μία άποψη, αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ένας αμάρτυρος τ. πύαμος (< ΙΕ ρίζα pu-/ peu-, ηχομιμητικός τ. που αποδίδει τον ήχο του φαγητού που βράζει), απ' όπου και προήλθαν οι τ. πύανος και κύαμος με διαφορετικού είδους ανομοιώσεις].