Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σακούλα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(36)
(No difference)

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Greek Monolingual

η, Ν
1. (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος
2. σάκος με μικρή χωρητικότητα από χαρτί, πανί ή πλαστικό, χρήσιμος για την μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων
3. σάκος από λεπτό πανί μέσα στο οποίο τοποθετείται το γιαούρτι για να στραγγίσει
4. σακίδιο κατάλληλο για την φύλαξη χρημάτων, πουγγί, βαλάντιο
5. μηνοειδής προεξοχή του δέρματος που σχηματίζεται κάτω από τα μάτια, ιδίως τών ενηλίκων, λόγω κούρασης και αϋπνίας ή άλλης αιτίας, λ.χ. αλκοολισμού
6. φρ. α) «βαστάει [ή βροντάει] η σακούλα του» — έχει την δυνατότητα να ξοδέψει πολλά χρήματα, είναι πλούσιος
β) «κάμε καινούργια σακούλα να τά βάλεις»
(με ειρωνική σημ.) λέγεται για εκείνον που περιμένει μεγάλα κέρδη από μια επιχείρηση ή επιστροφή χρημάτων από κακοπληρωτή ή από εντελώς άπορο οφειλέτη
7. παροιμ. «του μπαμπά μας η σακούλα βάνει καθενός μια βούλλα» — δηλώνει ότι ο πατρικός πλούτος παρέχει σε κάποιον την δυνατότητα να συγκαλύπτει τα σωματικά ή και τα ηθικά ελαττώματα τών τέκνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + υποκορ. κατάλ. -ούλα (πρβλ. γατ-ούλα, ραχ-ούλα)].