σιδηρίτης: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(Bailly1_4)
(37)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />de fer ; [[σιδηρίτης]] [[λίθος]], aimant ; <i>fig. en parl. de guerrier</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />de fer ; [[σιδηρίτης]] [[λίθος]], aimant ; <i>fig. en parl. de guerrier</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και δωρ. τ. σιδαρίτας, και θηλ. τ. σιδηρῑτις, -ίτιδος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> πολύ διαδεδομένο ανθρακικό [[ορυκτό]] του σιδήρου, που αποτελεί [[μετάλλευμα]] του σιδήρου, αλλ. [[χαλυβίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος από σίδηρο<br /><b>2.</b> αυτός που διεξάγεται με σίδηρο («σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου το οποίο χρησίμευε και ως [[αντίδοτο]] στο [[δάγκωμα]] φιδιού<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> <i>σιδηρῑτις</i><br />α) (με ή [[χωρίς]] την λ. [[λίθος]]) ο [[φυσικός]] [[μαγνήτης]]<br />β) διάφορα ποώδη και θαμνώδη φυτά, όπως το [[φυτό]] [[ποτήριον]]. η [[ελξίνη]], η [[χαμαίπιτυς]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σιδηρῑτις τέχνα»<br />(στον Εύπ.) η [[τέχνη]] κατεργασίας του σιδήρου, η [[σιδηρουργία]], ή η πολεμική [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίδηρος]] / [[σίδαρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἀνθρακ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρίτης Medium diacritics: σιδηρίτης Low diacritics: σιδηρίτης Capitals: ΣΙΔΗΡΙΤΗΣ
Transliteration A: sidērítēs Transliteration B: sidēritēs Transliteration C: sidiritis Beta Code: sidhri/ths

English (LSJ)

[ῑτ], ου, ὁ, fem. σῐδηρ-ῖτις, ιδος: Dor. σῐδᾱρίτας, α, ὁ:—

   A of iron, σ. πόλεμος iron war, Pi.N.5.19; σ. τέχνη the smith's art, Eup.263; σ. πέτρα rock with iron ore in it, D.S.5.13; σ. γῆ Arist.Fr.326 ed. Berol., Poll.3.87.    2 σιδηρῖτις, with or without λίθος, loadstone, Phld. Sign.9, Str.15.1.38, Plu.2.1005c, etc.    3 a precious stone, Plin. HN37.58, al.; used as remedy for snake-bite, Orph.L.361,390, 419.    II σιδηρῖτις, ἡ, ironwort, Sideritis romana, Dsc.4.33, Plin. HN25.43, Aret.CD2.12; also σ. πόα Hsch.; βοτάνη ἡ σ. J.AJ3.7.6, Gal.12.885.    2 also applied by Dsc. to burnet, Poterium Sanguisorba, 4.34; Cretan fig-wort, Scrophularia lucida, ib.35; Achilles' woundwort, Achillea tomentosa, ib.36.    3 = ἑλξίνη, ib.85.    4 = χαμαίπιτυς, Id.3.158.    5 = περιστερεὼν ὕπτιος, Ps.-Dsc.4.60.

German (Pape)

[Seite 879] ὁ, fem. σιδηρῖτις, von Eisen, mit Eisen, πόλεμ ος, Pind. N. 5, 19; dem Eisen ähnlich, λίθος, Eisen-, Magnetstein, Strab. XV; Plut. Symp. 2, 7 De Is. et Osir. 62 u. A.; – σιδηρῖτις τέχνα, Schmiedekunst, Eupol. bei Poll. 7, 106. – Als subst., ἡ, Eisenkraut, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de fer ; σιδηρίτης λίθος, aimant ; fig. en parl. de guerrier.
Étymologie: σίδηρος.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και δωρ. τ. σιδαρίτας, και θηλ. τ. σιδηρῑτις, -ίτιδος, Α
νεοελλ.
(ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο ανθρακικό ορυκτό του σιδήρου, που αποτελεί μετάλλευμα του σιδήρου, αλλ. χαλυβίτης
αρχ.
1. ο κατασκευασμένος από σίδηρο
2. αυτός που διεξάγεται με σίδηρο («σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον», Πίνδ.)
3. είδος πολύτιμου λίθου το οποίο χρησίμευε και ως αντίδοτο στο δάγκωμα φιδιού
3. το θηλ. σιδηρῑτις
α) (με ή χωρίς την λ. λίθος) ο φυσικός μαγνήτης
β) διάφορα ποώδη και θαμνώδη φυτά, όπως το φυτό ποτήριον. η ελξίνη, η χαμαίπιτυς
4. φρ. «σιδηρῑτις τέχνα»
(στον Εύπ.) η τέχνη κατεργασίας του σιδήρου, η σιδηρουργία, ή η πολεμική τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος / σίδαρος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ἀνθρακ-ίτης)].