σκελετεύω: Difference between revisions
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=dessécher.<br />'''Étymologie:''' [[σκελετός]]. | |btext=dessécher.<br />'''Étymologie:''' [[σκελετός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[σκελετός]]<br /><b>1.</b> [[ξηραίνω]], [[αποξηραίνω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[κρέας]]) [[αλατίζω]], [[παστώνω]]<br /><b>3.</b> [[ταριχεύω]], [[βαλσαμώνω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>σκελετεύομαι</i><br />α) ξηραίνομαι<br />β) φθείρομαι, καταστρέφομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
A = σκέλλω, Poll.2.194, Zonar.:—Pass., wither or waste away, Ar.Fr.851, Gal.6.126. II dry or salt flesh, Dsc.2.2 (Pass.); σ. δι' ἁλός ib.25 (Pass.); dry fruit, Gal.6.558; also, embalm a corpse, Telesp.31 H.
German (Pape)
[Seite 891] 1) trocken, mager, dürr machen, austrocknen, ausdörren, Sp., wie Schol. Od. 10, 463. – 2) Fleisch mit Salz einmachen, einpökeln, Diosc.; – auch einen Leichnam einbalsamiren oder zur Mumie machen, Teles Stob. flor. 40, 8.
Greek (Liddell-Scott)
σκελετεύω: σκέλλω, Πολυδ. Β´, 194, Ζωναρ. ― Παθ., ξηραίνω ἢ φθείρω καὶ καταστρέφω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 677. ΙΙ. ξηραίνω ἢ ἁλατίζω κρέας, Διοσκ. 2. 2· πλῆρες : σκελ. δι’ ἁλὸς ὁ αὐτ. 2. 27· ὡσαύτως ταριχεύω νεκρόν, Τέλης παρὰ Στοβ. 234. 11· καὶ παθ., βαλσαμώνομαι, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
dessécher.
Étymologie: σκελετός.
Greek Monolingual
Α σκελετός
1. ξηραίνω, αποξηραίνω
2. (σχετικά με κρέας) αλατίζω, παστώνω
3. ταριχεύω, βαλσαμώνω
4. παθ. σκελετεύομαι
α) ξηραίνομαι
β) φθείρομαι, καταστρέφομαι.